Αλλά λέω ότι από τότε φτάσαμε στο άλλο σημείο· στο σπίτι πλέον, δηλαδή, να μου λένε οι γονείς: «Ε, είπαμε· είπαμε να μη βλέπεις, αλλ' όχι κι έτσι. Έλα ρε παιδάκι μου, κάτσε λίγο στο σαλόνι. Περνάς απ' το σαλόνι και πας στο δωμάτιό σου. Έλα να κάτσεις λίγο μαζί μας». Και τους έλεγα: «Να κάτσω μαζί σας· να κάτσω. Κλείστε την τηλεόραση να καθίσουμε. Να μιλήσουμε, να τα πούμε. Όχι με την τηλεόραση. Δε θέλω να βλέπω τηλεόραση. Μου 'χει γίνει εξάρτηση τόσα χρόνια και τώρα που απαλλάχτηκα, θέλω να ηρεμήσω. Αφήστε με. Θέλω να διαβάζω». Αυτό, αγαπητοί μου, σας λέω αλήθεια, δε μου το δίδαξε κανείς, δε μου είπε κανείς «μη βλέπεις τηλεόραση» με επιχειρήματα, έτσι που να με πείσει. Αλλά μόνο του μου βγήκε απ' την ψυχή μου, επειδή στη θέση αυτής (της τηλεόρασης) βρήκα κάτι ωραιότερο, κάτι ελκυστικότερο· κάτι που σαγήνεψε την ψυχή μου. Κάτι που ομόρφυνε τον εσωτερικό μου κόσμο και το αγάπησα και το ερωτεύτηκα. Αυτό θα πει ο έρωτας κάποιου πράγματος! Η αγάπη κάποιου πράγματος. Με την καρδιά σου. Με όλη τη θερμότητα της ψυχής σου. Αυτό θα είναι που θα σε κάνει ν' αφήσεις κάτι που κάνεις και να το αντικαταστήσεις με κάτι καινούργιο.

Για να κάνει το παιδί αυτό που κάνει σημαίνει — ας πούμε να χαζεύει, με το να μη διαβάζει, με το να μην προσέχει αυτά που εσύ του λες — σημαίνει, ότι ο νους του κάπου αλλού έχει σκαλώσει. Κάτι άλλο έχει αγαπήσει. Κάτι άλλο έχει ερωτευθεί. Η ζωή, αγαπητοί μου… Η λέξη «έρωτας» κατ' αρχάς στην Εκκλησία, να πω, θα πει «σφοδρός πόθος». Δε συνδέεται μόνο με θέματα σαρκικά, αλλά συνδέεται γενικά με τον πόθο, με το μεράκι, μ' αυτό που λέγανε οι άνθρωποι παλιά ότι: «Ο τάδε είναι μερακλής σ' αυτό που κάνει». Το αγαπά πολύ. Λοιπόν, η ζωή χωρίς έρωτα δεν μπορεί να προχωρήσει! Αν αυτό που κάνεις δεν το 'χεις ερωτευθεί, δεν το αγαπάς, δεν προκόβεις. Δεν έχεις απόδοση. Δεν χαίρεσαι αυτό που κάνεις. Γι' αυτό, λοιπόν, αν διαλέξεις κάτι να κάνεις στη ζωή σου, να το κάνεις με μεράκι. Να το αγαπάς. Να το χαίρεσαι.

Εγώ διάλεξα να γίνω κάτι στη ζωή μου, γιατί δεν μπορούσα να διανοηθώ να γίνω κάτι διαφορετικό. Δεν ξέρω αν θα πω αυτά που θέλω. Λυπάμαι, που άλλα ξεκινάω (να πω) κι άλλα λέω, αλλά μου βγαίνουν στην πορεία του λόγου και δεν μπορώ να μην τα πω. Εγώ, όταν διάλεξα να γίνω θεολόγος και πήγα σε σχολείο κλασικό κι έφυγα απ' το Γυμνάσιο το γενικό, με πιάνει ο Μαθηματικός και μου λέει: «Έλα δω, ρε συ. Είσαι καλά; Είδα», λέει, «ότι δήλωσες να πας σε κλασικό. Σε κλασικό Λύκειο. Είσαι καλά;». Λέω «ναι». «Γιατί πας εκεί;». «Γιατί, (λέω…,) δεν ξέρω αν πρέπει να σας το πω αλλά, εγώ Θέλω να γίνω θεολόγος». «Ε δεν πας καλά! Καλά τους βαθμούς σου δεν τους έχεις δει; Έχεις δεκαεννιά στα Μαθηματικά. Έχεις είκοσι στη φυσική, έχεις είκοσι στα άλλα. Τι πας… Δεν κατάλαβα, θεολόγος; Να κάνεις, τι ως Θεολόγος; Τι θες να κάνεις θεολόγος. Κατ' αρχήν, οι θεολόγοι δε θα 'χουνε δουλειά. Δε διορίζονται. Δεύτερον, εσύ μπορεί να σταδιοδρομήσεις σε κάτι άλλο».

Μου 'λεγε διάφορες σχολές που σκεφτόταν αυτός και του λέω: «Μα δε μ' αρέσουν αυτά». «Καλά δε σ' αρέσουν κι έχεις είκοσι;». «Ναι, έχω είκοσι, αλλά τώρα (λέω) έχω αγαπήσει κάτι άλλο και σκέφτομαι να γίνω κάτι προς τα 'κει.

Ξέρω 'γω…, φιλολογία, θεολογία, ε… θέλω ν' ασχοληθώ με ανθρωπιστικές σπουδές, που έχουν να κάνουν όχι, έτσι, με αριθμούς κι αυτά. Μ' αρέσουν (λέω) αυτά, αλλά τώρα θέλω ν' ασχοληθώ με τον άνθρωπο. Ε.. όχι μέσα απ' τα Μαθηματικά. Γιατί όλα τα πράγματα με τον άνθρωπο ασχολούνται, αλλά ήθελα μια πιο προσωπική σχέση με τους ανθρώπους. Και λέω, θα γίνω θεολόγος». Λέει: «Καλά είσαι σοβαρός; Είσαι μικρό παιδί, ρε παιδί μου. Κάτσε και θα το σκεφτείς αργότερα. Πήγαινε σ' ένα Γενικό σχολείο. Μη δεσμεύεσαι εκεί». Γιατί, όταν κανείς πήγαινε στο Κλασικό Λύκειο δε μπορούσε μετά εύκολα να περάσει σε άλλες σχολές. Το βάρος το ρίχνανε τότε στα Λατινικά, Αρχαία, ιστορικά, φιλολογικά μαθήματα. Λέω: «Όχι, όχι, δεν πειράζει· ευχαριστώ πάρα πολύ»…

Και συγκάλεσε το σύλλογο των καθηγητών! για να πει ότι δεν πρέπει να φύγει αυτό το παιδί απ' το σχολείο για να πάει, ας πούμε, σε άλλο. Κι όμως εγώ τόκανα. Ξέρετε γιατί; Και δεν το μετάνιωσα και δοξάζω το Θεό γι αυτό. Παρόλο που 'μουν ανώριμος τότε — γιατί ήμουν μικρό παιδί και πήγα πρώτη Λυκείου — παρόλα αυτά, έλεγα, θέλω να κάνω κάτι το οποίο, όταν πηγαίνω να το εργαστώ, θα ξυπνάω το πρωί και θα χαίρομαι που το κάνω. Δε θα λέω: «Ωχ, τώρα πάλι για δουλειά, ωχ, τώρα πάλι αγγαρεία, ωχ, τώρα θα…» και το κίνητρό μου θα 'ναι μόνο ο μισθός. Όχι αυτό!

Να μην κάνεις ποτέ κάτι στη ζωή σου, που θα σε κρατά όρθιο μόνο για το μισθό. Γιατί κάπου θα σε τσακίσει αυτό ψυχικά. Θα σε κουράσει αυτό. Θες να γίνεις κάτι; Κάν' το. Το πιο παράξενο πράγμα, αν το αγαπήσεις εσύ, θα το πετύχεις. Εσύ θα καρποφορήσεις σ' αυτό τον τομέα που διαλέγεις. Ενώ κάποιος άλλος, αν έκανε αυτό που κάνεις εσύ, δε θα πετύχαινε, αν δεν το αγαπούσε.

Εγώ, λοιπόν, τράβηξα μπροστά με πολλή ελπίδα. Με πολλή πίστη, με πολύ μεράκι γι αυτό που διάλεξα να κάνω. Και πέρασα! Και το άλλο θαυμαστό, είναι ότι διορίστηκα θεολόγος, — που κι αυτό ήταν πάρα πολύ δύσκολο. Και τώρα που ξυπνώ και πάω στο σχολείο και τώρα που ξυπνώ και κάνω το μάθημα στο σχολείο, λέω στα παιδιά: «Παιδιά, να διαλέξετε κάτι στη ζωή σας, που, όταν θα 'ρθει η ώρα να το εργαστείτε και θα διοριστείτε και θα πάτε σε κάποιο γραφείο, σε κάποιο εργοστάσιο, σε κάποια εταιρεία, σε οτιδήποτε κάνεις, να ξυπνάς το πρωί και να χαίρεσαι, που είσαι αυτό που είσαι! Να χαίρεσαι, που είσαι Μαθηματικός· να χαίρεσαι, που είσαι σ' ένα γραφείο· να χαίρεσαι, που δουλεύεις σ' ένα ταξί· να χαίρεσαι, που δουλεύεις στην οικοδομή». Υπάρχουν άνθρωποι που χαίρονται μ' αυτά. Ξέρω παιδιά που δουλεύουν στο σιδεράδικο του πατέρα τους κι είναι πανευτυχή. Γιατί αυτό είναι το μεράκι τους. Τα χέρια τους πιάνουνε. Αυτή είναι η αγάπη της δουλειάς τους. Αυτό τους ικανοποιεί, τους γεμίζει. Θέλουν να πάρουν αυτό εκεί το υλικό το ακατέργαστο και να του δώσουν σχήμα. Να το δούνε σ' ένα σπίτι να πιάνει τόπο. Ξέρω έναν υδραυλικό που έρχεται σπίτι και τον θεωρώ σαν Καθηγητή Πανεπιστημίου, λόγω της χρησιμότητάς του για τη ζωή μου. Τον έχω τόσο ψηλά, που ούτε Καθηγητής Πανεπιστημίου να είναι. Και περιζήτητος! (Διότι) Αυτό που κάνει, το αγαπάει. Το αγαπάει και το κάνει με όρεξη και μεράκι. Δεν αγχώνεται. Εγώ τον βλέπω κι αρρωσταίνω. Δηλαδή, λέω: «αν εγώ έκανα αυτό που κάνει τώρα αυτός, δε Θα το άντεχα αυτό το πράμα. Δεν μπορώ· δε μου ταιριάζει· δε μου βγαίνει».

Ο κάθε άνθρωπος, λοιπόν, να βρούμε τι του βγαίνει. Τι αγαπάει να κάνει. Και μετά έγινα ιερέας, και διάλεξα την ιεροσύνη, που εξ' αρχής την ήθελα. Αυτή είναι άλλη ιστορία, θα πούμε κάποια άλλη φορά για την αγία ιεροσύνη. Σας πειράζει που σας λέω προσωπικά πράγματα; Συγχωρέστε με, δεν ξέρω αν επιτρέπεται κι αυτό. Αν ανήκει στη δεοντολογία ε… των εκπομπών, να λέει κανείς και κάτι δικό του. Αλλά όλα δικά μας είναι, τελικά. Ακόμα κι ο τρόπος που επιλέγουμε κάποια άλλα θέματα και γενικά να μιλά κανείς, τον εαυτό του καθρεφτίζει. Τώρα, λοιπόν, εγώ μιλώ χωρίς καν να καθρεφτίζομαι. Λέω ξεκάθαρα. Όταν, λοιπόν, διάλεξα και το να

γίνω ιερέας, κι αυτό θα 'ταν σίγουρα κάτι το οποίο, όταν θα το 'κανα, θα με γέμιζε χαρά. Όταν θα το 'κανα, θα γέμιζε την ψυχή μου ευτυχία. Κι έρχονται στιγμές, που περνά ο καιρός και ξαναθυμάσαι τα παλιά και λες: «Τι ωραία, που έκανα αυτή την επιλογή!»… και χαίρεσαι! Δοξάζεις το Θεό! Είναι ωραίο αυτό που λέει… να μη μετανιώνεις. Δε μετανιώνω που αγάπησα Εσένα μόνο, Χριστέ μου! Δε μετανιώνω που αγάπησα εσένα μόνο, αγαπημένη μου θεολογία. Δε μετανιώνω που αγάπησα εσένα μόνο, αγαπητό μου σχολείο! Δε μετανιώνω για όλα αυτά. Είναι ωραία να διαλέγεις κάτι για τη ζωή σου και να μην το μετανιώνεις. Είναι ωραία να γίνεις μοναχός και να μην το μετανιώσεις. Και να πεις: «Χριστέμου», αυτό που λένε πολλοί…: «Κι αν ξαναγεννιόμουνα, πάλι αυτό θα 'κανα». Πάλι θα παντρευόμουν. Πάλι θα 'κανα τα παιδιά μου. Πάλι θα 'κανα το επάγγελμά μου. Δεν το κάνω, επειδή είναι ανάγκη να το κάνω· επειδή δεν έχω τι άλλο να κάνω. Δεν πήγα εκεί, επειδή με «έριξε» το μηχανογραφικό και το κομπιούτερ του κράτους, του Υπουργείου Παιδείας. Επειδή δεν είχα πού αλλού να πάω…