22 Και έρχεται στη Βηθσαϊδάν· και του φέρνουν έναν τυφλό, και τον παρακαλούν να τον αγγίξει. 23 Και πιάνοντας το χέρι τού τυφλού, τον έφερε έξω από την κωμόπολη· και αφού έφτυσε στα μάτια του, έβαλε επάνω του τα χέρια, και τον ρωτούσε αν βλέπει κάτι. 24 Και κοιτάζοντας προς τα πάνω, έλεγε: Βλέπω τούς ανθρώπους, ότι σαν δέντρα βλέπω, να περπατούν. 25 Έπειτα, έβαλε πάλι τα χέρια επάνω στα μάτια του, και τον έκανε να ξαναδεί· και η όρασή του αποκαταστάθηκε, και είδε καθαρά όλους. 26 Και τον έστειλε στο σπίτι του, λέγοντας: Ούτε μέσα στην κωμόπολη να μπεις ούτε να το πεις αυτό σε κάποιον μέσα στην κωμόπολη.

27 Και βγήκε έξω ο Ιησούς και οι μαθητές του στις κωμοπόλεις τής Καισάρειας του Φιλίππου· και στον δρόμο ρωτούσε τούς μαθητές του, λέγοντάς τους: Για ποιον με λένε οι άνθρωποι ότι είμαι; 28 Και εκείνοι αποκρίθηκαν: Για τον Ιωάννη τον Βαπτιστή· και άλλοι, για τον Ηλία· άλλοι δε για έναν από τους προφήτες. 29 Κι αυτός τούς λέει: Εσείς, όμως, για ποιον με λέτε ότι είμαι; ​Και απαντώντας ο Πέτρος, του λέει: Εσύ είσαι ο Χριστός. 30 Και τους παρήγγειλε με αυστηρότητα να μη λένε σε κανέναν γι' αυτόν.

31 Και άρχισε να τους διδάσκει ότι ο Υιός τού ανθρώπου πρέπει να πάθει πολλά, και να καταφρονηθεί από τους πρεσβύτερους και τους αρχιερείς και τους γραμματείς, και να θανατωθεί, και μετά από τρεις ημέρες να αναστηθεί. 32 Και μιλούσε τον λόγο φανερά. Και ο Πέτρος παίρνοντάς τον ιδιαιτέρως, άρχισε να τον επιτιμάει. 33 Και εκείνος, αφού στράφηκε προς τα πίσω, και είδε τους μαθητές του, επιτίμησε τον Πέτρο, λέγοντας: Πήγαινε πίσω μου, σατανά· επειδή, δεν φρονείς τα πράγματα του Θεού, αλλά τα πράγματα των ανθρώπων. 34 Και αφού προσκάλεσε το πλήθος μαζί με τους μαθητές του, τους είπε: Όποιος θέλει νάρθει πίσω από μένα, ας απαρνηθεί τον εαυτό του, και ας σηκώσει τον σταυρό του, και ας με ακολουθεί. 35 Επειδή, όποιος θέλει να σώσει τη ζωή του, θα τη χάσει· και όποιος χάσει τη ζωή του εξαιτίας μου και εξαιτίας τού ευαγγελίου, αυτός θα τη σώσει. 36 Επειδή, τι θα ωφελήσει τον άνθρωπο, αν κερδήσει ολόκληρο τον κόσμο, ζημιωθεί όμως την ψυχή του; 37 Ή, τι θα δώσει ο άνθρωπος σε ανταλλαγή τής ψυχής του; 38 Δεδομένου ότι, όποιος ντραπεί για μένα και για τα λόγια μου σ' αυτή τη γενεά, τη μοιχαλίδα και αμαρτωλή, και ο Υιός τού ανθρώπου θα ντραπεί γι' αυτόν, όταν έρθει στη δόξα τού Πατέρα του μαζί με τους αγγέλους.

Κεφάλαιον 9

1 Και τους έλεγε: Σας διαβεβαιώνω ότι, είναι μερικοί απ' αυτούς που στέκονται εδώ, οι οποίοι δεν θα γευτούν θάνατο, μέχρις ότου δουν τη βασιλεία τού Θεού να έρχεται με δύναμη.

2 ΚΑΙ ύστερα από έξι ημέρες, παίρνει τον Πέτρο και τον Ιάκωβο και τον Ιωάννη, και τους ανεβάζει, σε ένα ψηλό βουνό, μόνους, κατ' ιδίαν· και μεταμορφώθηκε μπροστά τους. 3 Και τα ιμάτιά του έγιναν αστραφτερά, λευκά σε υπερβολικό βαθμό, σαν χιόνι, που λευκαντής επάνω στη γη δεν μπορεί να λευκάνει. 4 Και φάνηκε σ' αυτούς ο Ηλίας μαζί με τον Μωυσή· και συνομιλούσαν με τον Ιησού. 5 Και αποκρινόμενος ο Πέτρος λέει στον Ιησού: Ραββί, είναι καλό να είμαστε εδώ· και ας κάνουμε τρεις σκηνές, μία για σένα, και μία για τον Μωυσή, και μία για τον Ηλία. 6 Επειδή, δεν ήξερε τι να πει· για τον λόγο ότι, ήσαν φοβισμένοι. 7 Και μια νεφέλη τούς επισκίασε· και ήρθε μια φωνή από τη νεφέλη, λέγοντας: Αυτός είναι ο Υιός μου ο αγαπητός· αυτόν να ακούτε. 8 Και ξαφνικά, κοιτάζοντας ολόγυρα, δεν είδαν πλέον κανέναν, αλλά τον Ιησού μόνον μαζί τους. 9 Και ενώ κατέβαιναν από το βουνό, τους παρήγγειλε να μη διηγηθούν σε κανέναν όσα είδαν, παρά μονάχα όταν ο Υιός τού ανθρώπου αναστηθεί από τους νεκρούς. 10 Και φύλαξαν μέσα τους τον λόγο, συζητούντες μεταξύ τους, τι σημαίνει το να αναστηθεί από τους νεκρούς. 11 Και τον ρωτούσαν, λέγοντας: Γιατί οι γραμματείς λένε ότι πρέπει νάρθει πρώτα ο Ηλίας; 12 Και εκείνος απαντώντας είπε σ' αυτούς: Ο Ηλίας μεν, αφού έρθει πρώτα, αποκαθιστά τα πάντα· και ότι για τον Υιό τού ανθρώπου είναι γραμμένο, ότι πρέπει να πάθει πολλά, και να εξουθενωθεί. 13 Σας λέω, όμως, ότι ο Ηλίας ήρθε, και του έκαναν όσα θέλησαν, καθώς είναι γραμμένο γι' αυτόν.

14 Και όταν ήρθε στους μαθητές του, είδε γύρω τους ένα μεγάλο πλήθος, και γραμματείς να κάνουν συζητήσεις μαζί τους. 15 Κι αμέσως, ολόκληρο το πλήθος, μόλις τον είδε, έμεινε έκθαμβο, και τρέχοντας κοντά του τον χαιρετούσαν. 16 Και ρώτησε τους γραμματείς: Τι συζητάτε μαζί τους; 17 Και απαντώντας ένας από το πλήθος, είπε: Δάσκαλε, έφερα σε σένα τον γιο μου, που έχει πνεύμα άλαλο· 18 και όπου τον πιάσει, τον σπαράζει· και αφρίζει, και τρίζει τα δόντια του, και μένει ξερός· και είπα στους μαθητές σου να το βγάλουν, αλλά δεν μπόρεσαν. 19 Κι εκείνος απαντώντας σ' αυτόν, λέει: Ω, γενεά άπιστη, μέχρι πότε θα είμαι μαζί σας; Μέχρι πότε θα σας υπομένω; Φέρτε τον σε μένα. 20 Και τον έφεραν σ' αυτόν· και καθώς τον είδε, το πνεύμα αμέσως τον σπάραξε· και πέφτοντας επάνω στη γη, κυλιόταν αφρίζοντας. 21 Και ρώτησε τον πατέρα του: Πόσος καιρός είναι αφ' ότου τού συνέβηκε αυτό; Και εκείνος είπε: Από παιδί. 22 Και πολλές φορές τον έρριξε και σε φωτιά και στα νερά, για να τον εξολοθρεύσει· αλλά, αν μπορείς κάτι, βοήθησέ μας, δείχνοντας σπλάχνα επάνω μας. 23 Και ο Ιησούς είπε σ' αυτόν, το: Αν μπορείς να πιστέψεις, όλα είναι δυνατά σ' αυτόν που πιστεύει. 24 Κι αμέσως ο πατέρας τού παιδιού, κράζοντας με δάκρυα, έλεγε: Πιστεύω, Κύριε· βοήθα με στην απιστία μου. 25 Και ο Ιησούς βλέποντας ότι τρέχει προς τα εκεί κόσμος, επιτίμησε το ακάθαρτο πνεύμα, λέγοντας σ' αυτό: Το πνεύμα, το άλαλο και το κουφό, εγώ σε προστάζω: Βγες απ' αυτόν, και στο εξής μη μπεις μέσα σ' αυτόν. 26 Και το πνεύμα, αφού έκραξε, και τον σπάραξε πολύ, βγήκε· και έγινε σαν νεκρός, ώστε πολλοί έλεγαν ότι πέθανε. 27 Ο Ιησούς, όμως, πιάνοντάς τον από το χέρι, τον σήκωσε· και σηκώθηκε. 28 Και όταν μπήκε μέσα σ' ένα σπίτι, οι μαθητές του τον ρωτούσαν κατ' ιδίαν: Γιατί εμείς δεν μπορέσαμε να το βγάλουμε; 29 Και τους είπε: Αυτό το γένος δεν μπορεί να βγει με κανέναν άλλο τρόπο, παρά μονάχα με προσευχή και νηστεία.

30 Και βγαίνοντας από εκεί, διάβαιναν διαμέσου τής Γαλιλαίας· και δεν ήθελε να το μάθει κανένας. 31 Επειδή, δίδασκε τους μαθητές του, και τους έλεγε ότι: Ο Υιός τού ανθρώπου παραδίνεται σε χέρια ανθρώπων, και θα τον θανατώσουν· και αφού θανατωθεί, την τρίτη ημέρα θα αναστηθεί. 32 Εκείνοι, όμως, δεν καταλάβαιναν τον λόγο, και φοβόνταν να τον ρωτήσουν.

33 Και ήρθε στην Καπερναούμ· και όταν μπήκαν μέσα στο σπίτι, τους ρωτούσε: Τι συζητούσατε στον δρόμο μεταξύ σας; 34 Κι εκείνοι σιωπούσαν· επειδή, στον δρόμο συζήτησαν μεταξύ τους, ποιος είναι ο μεγαλύτερος. 35 Και αφού κάθησε, κάλεσε τους δώδεκα και τους λέει: Όποιος θέλει να είναι πρώτος, θα είναι τελευταίος όλων, και υπηρέτης όλων. 36 Και παίρνοντας ένα παιδάκι, το έστησε ανάμεσά τους· και αφού το αγκάλιασε, τους είπε: 37 Όποιος δεχθεί ένα από τα παιδιά αυτά στο όνομά μου, δέχεται εμένα· και όποιος δεχθεί εμένα, δεν δέχεται εμένα, αλλά εκείνον που με απέστειλε.

38 Και ο Ιωάννης αποκρίθηκε σ' αυτόν, λέγοντας: Δάσκαλε, είδαμε κάποιον να βγάζει δαιμόνια στο όνομά σου, ο οποίος δεν μας ακολουθεί· και τον εμποδίσαμε, επειδή δεν μας ακολουθεί. 39 Και ο Ιησούς είπε: Μη τον εμποδίζετε· επειδή, δεν υπάρχει κανένας που θα κάνει θαύμα στο όνομά μου, και θα μπορέσει αμέσως να με κακολογήσει· 40 δεδομένου ότι, όποιος δεν είναι εναντίον μας, είναι με το μέρος μας. 41 Επειδή, όποιος σας ποτίσει ένα ποτήρι κρύο νερό στο όνομά μου, για τον λόγο ότι είστε τού Χριστού, σας διαβεβαιώνω, δεν θα χάσει τον μισθό του.

42 Και όποιος σκανδαλίσει ένα απ' αυτά τα μικρά, που πιστεύουν σε μένα, τον συμφέρει καλύτερα να περιδεθεί μια μυλόπετρα γύρω από τον λαιμό του, και να ριχτεί στη θάλασσα. 43 Και αν το χέρι σου σε σκανδαλίζει, κόψ' το· είναι καλύτερο σε σένα να μπεις μέσα στη ζωή κουλός, παρά έχοντας τα δύο χέρια να πας στη γέεννα, στην ακατάσβεστη φωτιά· 44 όπου «το σκουλήκι τους δεν πεθαίνει, και η φωτιά δεν σβήνει». 45 Και αν το πόδι σου σε σκανδαλίζει, κόψ' το· είναι καλύτερο σε σένα να μπεις μέσα στη ζωή κουτσός, παρά έχοντας τα δύο πόδια να ριχτείς στη γέεννα, στην ακατάσβεστη φωτιά· 46 όπου «το σκουλήκι τους δεν πεθαίνει, και η φωτιά δεν σβήνει». 47 Και αν το μάτι σου σε σκανδαλίζει, βγάλ' το· είναι καλύτερο σε σένα να μπεις μέσα στη βασιλεία τού Θεού μονόφθαλμος, παρά έχοντας δύο μάτια να ριχτείς στη γέεννα της φωτιάς· 48 όπου «το σκουλήκι τους δεν πεθαίνει, και η φωτιά δεν σβήνει». 49 Επειδή, καθένας θα αλατιστεί με φωτιά, και κάθε θυσία θα αλατιστεί με αλάτι. 50 Το αλάτι είναι καλό· αν, όμως, το αλάτι γίνει ανάλατο, με τι θα το αρτύσετε; Να έχετε αλάτι μέσα σας, και να ειρηνεύετε αναμεταξύ σας.