10 Οι δε αδελφοί, αμέσως μέσα στη νύχτα, έστειλαν και τον Παύλο και τον Σίλα στη Βέροια· οι οποίοι, όταν ήρθαν, πήγαν στη συναγωγή των Ιουδαίων. 11 Αυτοί, όμως, ήσαν ευγενέστεροι από εκείνους στη Θεσσαλονίκη, επειδή δέχθηκαν τον λόγο με κάθε προθυμία, εξετάζοντας καθημερινά τις γραφές, αν έτσι έχουν αυτά. 12 Πολλοί μεν, λοιπόν, απ' αυτούς πίστεψαν, και από τις επίσημες Ελληνίδες γυναίκες, και από τους άνδρες όχι λίγοι. 13 Και καθώς οι Ιουδαίοι από τη Θεσσαλονίκη έμαθαν ότι και στη Βέροια κηρύχθηκε ο λόγος τού Θεού από τον Παύλο, ήρθαν και εκεί, και αναστάτωναν τα πλήθη. 14 Και οι αδελφοί, τότε, έστειλαν αμέσως τον Παύλο να πάει μέχρι τη θάλασσα· ο Σίλας, όμως, και ο Τιμόθεος έμειναν εκεί. 15 Κι αυτοί που συνόδευαν τον Παύλο, τον έφεραν μέχρι την Αθήνα· και αφού πήραν παραγγελία για τον Σίλα και τον Τιμόθεο, νάρθουν σ' αυτόν το συντομότερο, αναχώρησαν.
16 Και ενώ ο Παύλος τούς περίμενε στην Αθήνα, το πνεύμα του παροξυνόταν μέσα του, επειδή έβλεπε την πόλη να είναι γεμάτη από είδωλα. 17 Συνομιλούσε, λοιπόν, στη συναγωγή μαζί με τους Ιουδαίους, και μαζί με τους θεοσεβείς, και στην αγορά κάθε ημέρα με εκείνους που τύχαιναν εκεί. 18 Μερικοί δε από τους Επικούρειους και τους Στωικούς φιλοσόφους λογομαχούσαν μαζί του· και οι μεν έλεγαν: Τι θέλει τάχα να πει αυτός ο σπερμολόγος; Οι δε άλλοι: Φαίνεται ότι είναι κήρυκας ξένων θεών· επειδή, τους κήρυττε τον Ιησού και την ανάσταση. 19 Και πιάνοντάς τον από το χέρι, τον έφεραν στον Άρειο Πάγο, λέγοντας: Μπορούμε να μάθουμε, ποια είναι αυτή η νέα διδασκαλία, που κηρύττεται από σένα; 20 Επειδή, φέρνεις στις ακοές μας μερικά παράδοξα πράγματα· θέλουμε, λοιπόν, να μάθουμε, τι σημαίνουν αυτά. 21 Όλοι δε οι Αθηναίοι, και οι ξένοι που έμεναν εκεί, σε τίποτε άλλο δεν ευκαιρούσαν, παρά στο να λένε και να ακούν κάτι νεότερο. 22 Και ο Παύλος, αφού στάθηκε όρθιος, στο μέσον τού Αρείου Πάγου, είπε: Άνδρες Αθηναίοι, σας βλέπω, από κάθε πλευρά, στο έπακρον θεολάτρες. 23 Επειδή, ενώ περνούσα, και πρόσεχα τα σεβάσματά σας, βρήκα και έναν βωμό, στον οποίο υπάρχει η επιγραφή: ΣΤΟΝ ΑΓΝΩΣΤΟ ΘΕΟ. Εκείνον, λοιπόν, που αγνοώντας λατρεύετε, αυτόν εγώ σας κηρύττω. 24 Ο Θεός, που έκανε τον κόσμο και όλα όσα υπάρχουν μέσα σ' αυτόν, αυτός που είναι Κύριος του ουρανού και της γης, δεν κατοικεί σε χειροποίητους ναούς, 25 ούτε λατρεύεται από χέρια ανθρώπων, ωσάν να έχει ανάγκη από κάτι, επειδή αυτός δίνει σε όλους ζωή και πνοή και τα πάντα. 26 Και από ένα αίμα έκανε κάθε έθνος ανθρώπων, για να κατοικούν επάνω στο πρόσωπο της γης, και διόρισε τους προδιαταγμένους καιρούς, και τα οροθέσια της κατοικίας τους· 27 για να ζητούν τον Κύριο, ίσως μπορέσουν να τον ψηλαφήσουν και να τον βρουν· αν και δεν είναι μακριά από κάθε έναν από μας ξεχωριστά· 28 για τον λόγο ότι, μέσα σ' αυτόν ζούμε και κινούμαστε και υπάρχομε· όπως και μερικοί από τους ποιητές σας είπαν: «Επειδή, και δικό του γένος είμαστε». 29 Αφού, λοιπόν, είμαστε γένος τού Θεού, δεν πρέπει να νομίζουμε τον Θεό ότι είναι όμοιος με χρυσάφι ή ασήμι ή πέτρα, χαραγμένα με τέχνη και επινόηση ανθρώπου. 30 Παραβλέποντας, λοιπόν, ο Θεός τούς καιρούς τής άγνοιας, παραγγέλλει τώρα σε όλους τούς ανθρώπους, οπουδήποτε και αν είναι, να μετανοούν· 31 επειδή, προσδιόρισε ημέρα, κατά την οποία πρόκειται να κρίνει την οικουμένη με δικαιοσύνη, διαμέσου ενός άνδρα, που τον διόρισε, και έδωσε γι' αυτό βεβαίωση σε όλους, ανασταίνοντάς τον από τους νεκρούς. 32 Μόλις, όμως, άκουσαν για ανάσταση νεκρών, άλλοι μεν χλεύαζαν, άλλοι δε είπαν: Για το θέμα αυτό, θα σε ακούσουμε ξανά. 33 Και έτσι ο Παύλος βγήκε από ανάμεσά τους. 34 Όμως, μερικοί άνδρες προσκολλήθηκαν σ' αυτόν, και πίστεψαν· ανάμεσα στους οποίους και ο Αρεοπαγίτης Διονύσιος, και μία γυναίκα, με το όνομα Δάμαρη, και άλλοι μαζί μ' αυτούς.
Κεφάλαιον 18
1 ΥΣΤΕΡΑ δε απ' αυτά, ο Παύλος, αναχωρώντας από την Αθήνα, ήρθε στην Κόρινθο· 2 και βρίσκοντας κάποιον Ιουδαίο, που λεγόταν Ακύλας, γεννημένον στον Πόντο, ο οποίος πρόσφατα είχε έρθει από την Ιταλία, και τη γυναίκα του, την Πρίσκιλλα, (επειδή, ο Κλαύδιος είχε διατάξει να αναχωρήσουν όλοι οι Ιουδαίοι από τη Ρώμη), ήρθε σ' αυτούς· 3 και δεδομένου ότι ήταν ομότεχνος, έμενε κοντά τους και εργαζόταν· επειδή, ήσαν σκηνοποιοί στην τέχνη. 4 Και ερχόταν σε συζήτηση στη συναγωγή κάθε σάββατο, και έπειθε τους Ιουδαίους και τους Έλληνες. 5 Όταν δε και ο Σίλας και ο Τιμόθεος κατέβηκαν από τη Μακεδονία, ο Παύλος συσφιγγόταν στο πνεύμα του, διαμαρτυρόμενος προς τους Ιουδαίους ότι ο Ιησούς είναι ο Χριστός. 6 Και επειδή αυτοί εναντιώνονταν και κακολογούσαν, αφού ξετίναξε τα ιμάτιά του, τους είπε: Το αίμα σας επάνω στο κεφάλι σας· εγώ είμαι καθαρός· από τώρα και στο εξής θα πάω στα έθνη. 7 Και όταν έφυγε από εκεί, ήρθε στο σπίτι κάποιου που ονομαζόταν Ιούστος, ο οποίος σεβόταν τον Θεό, του οποίου το σπίτι συνόρευε με τη συναγωγή. 8 Και ο αρχισυνάγωγος Κρίσπος πίστεψε στον Κύριο μαζί με ολόκληρη την οικογένειά του· και πολλοί από τους Κορινθίους, ακούγοντας, πίστευαν και βαπτίζονταν. 9 Και ο Κύριος, διαμέσου οράματος, τη νύχτα, είπε στον Παύλο: Μη φοβάσαι, αλλά μίλα και μη σιωπήσεις· 10 επειδή, εγώ είμαι μαζί σου, και κανένας δεν θα βάλει χέρι επάνω σου για να σε κακοποιήσει· δεδομένου ότι, έχω πολύ λαό μέσα σ' αυτή την πόλη. 11 Και εκεί κάθησε έναν χρόνο και έξι μήνες, διδάσκοντας ανάμεσα σ' αυτούς τον λόγο τού Θεού. 12 Και όταν ανθύπατος της Αχαϊας ήταν ο Γαλλίωνας, οι Ιουδαίοι ξεσηκώθηκαν με μία γνώμη ενάντια στον Παύλο, και τον έφεραν στο δικαστήριο, 13 λέγοντας, ότι: Αυτός πείθει τούς ανθρώπους να λατρεύουν τον Θεό αντίθετα προς τον νόμο. 14 Και όταν ο Παύλος επρόκειτο να ανοίξει το στόμα, ο Γαλλίωνας είπε στους Ιουδαίους: Αν μεν ήταν κάποιο αδίκημα ή πονηρό ραδιούργημα, ω Ιουδαίοι, εύλογα θα σας ανεχόμουν· 15 αν, όμως, είναι ζήτημα για λέξεις και ονόματα και τον νόμο σας, δείτε τα εσείς οι ίδιοι· επειδή, κριτής γι' αυτά εγώ δεν θέλω να γίνω. 16 Και τους έδιωξε από το δικαστήριο. 17 Και όλοι οι Έλληνες, αφού έπιασαν τον αρχισυνάγωγο Σωσθένη, τον χτυπούσαν μπροστά στο δικαστήριο· και τον Γαλλίωνα δεν τον ένοιαζε καθόλου γι' αυτά.
18 Και ο Παύλος, αφού έμεινε ακόμα αρκετές ημέρες εκεί, έπειτα αποχαιρετώντας τούς αδελφούς, εξέπλευσε στη Συρία· και μαζί του η Πρίσκιλλα και ο Ακύλας, αφού ξύρισε το κεφάλι στις Κεχρεές· επειδή, είχε ευχή. 19 Και έφτασε στην Έφεσο, και άφησε εκείνους εκεί, αυτός όμως μπαίνοντας μέσα στη συναγωγή, ήρθε σε συζήτηση με τους Ιουδαίους. 20 Και ενώ τον παρακαλούσαν να μείνει περισσότερο καιρό κοντά τους, δεν συγκατένευσε· 21 αλλά, τους αποχαιρέτησε, λέγοντας: Πρέπει οπωσδήποτε να κάνω την ερχόμενη γιορτή στα Ιεροσόλυμα, θα επιστρέψω όμως πάλι σε σας, του Θεού θέλοντος. Και απέπλευσε από την Έφεσο. 22 Και όταν αποβιβάστηκε στην Καισάρεια, ανέβηκε στην Ιερουσαλήμ και αφού χαιρέτησε την εκκλησία, κατέβηκε στην Αντιόχεια. 23 Και αφού διέμεινε λίγο καιρό, βγήκε έξω, και διερχόταν διαδοχικά τη γη τής Γαλατίας και τη Φρυγία, επιστηρίζοντας όλους τούς μαθητές.
24 Και κάποιος Ιουδαίος, με το όνομα Απολλώς, καταγόμενος από την Αλεξάνδρεια, άνδρας λόγιος, έφτασε στην Έφεσο, ο οποίος ήταν δυνατός στις γραφές. 25 Αυτός ήταν κατηχημένος στον δρόμο τού Κυρίου, και παλλόμενος από ζέση στο πνεύμα του, μιλούσε και δίδασκε με ακρίβεια αυτά που είχαν σχέση με τον Κύριο, γνωρίζοντας μονάχα το βάπτισμα του Ιωάννη. 26 Κι αυτός άρχισε να μιλάει με παρρησία μέσα στη συναγωγή· όταν δε τον άκουσαν ο Ακύλας και η Πρίσκιλλα, τον πήραν, και του εξέθεσαν με μεγαλύτερη ακρίβεια τον δρόμο τού Θεού. 27 Και επειδή ήθελε να περάσει στην Αχαϊα, οι αδελφοί έγραψαν προς τους μαθητές, προτρέποντας να τον δεχθούν· ο οποίος, όταν ήρθε, ωφέλησε πολύ εκείνους που με τη χάρη είχαν πιστέψει. 28 Επειδή, έλεγχε δημόσια τους Ιουδαίους με έντονο τρόπο, αποδεικνύοντας διαμέσου των γραφών ότι ο Ιησούς είναι ο Χριστός.