40 Όποιος δέχεται εσάς, δέχεται εμένα· και όποιος δέχεται εμένα, δέχεται εκείνον που με απέστειλε. 41 Εκείνος που δέχεται έναν προφήτη σε όνομα προφήτη, θα λάβει μισθόν προφήτη· και όποιος δέχεται έναν δίκαιο σε όνομα δικαίου, θα λάβει μισθόν δικαίου. 42 Και όποιος ποτίσει έναν από τους μικρούς τούτους μονάχα ένα ποτήρι δροσερό νερό σε όνομα μαθητή, σας διαβεβαιώνω, δεν θα χάσει τον μισθό του.

Κεφάλαιον 11

1 ΚΑΙ όταν ο Ιησούς τελείωσε να δίνει εντολές στους δώδεκα μαθητές του, αναχώρησε από εκεί, για να διδάσκει και να κηρύττει στις πόλεις τους.

2 ΚΑΙ όταν ο Ιωάννης, μέσα στη φυλακή, άκουσε τα έργα τού Χριστού, έστειλε δύο από τους μαθητές του, 3 και του είπε: Εσύ είσαι αυτός που έρχεται ή άλλον περιμένουμε; 4 Και απαντώντας ο Ιησούς, τους είπε: Πηγαίνετε και αναγγείλατε στον Ιωάννη, όσα ακούτε και βλέπετε· 5 τυφλοί ξαναβλέπουν, και χωλοί περπατούν· λεπροί καθαρίζονται, και κουφοί ακούν· νεκροί ανασταίνονται, και φτωχοί ευαγγελίζονται. 6 Και μακάριος είναι όποιος δεν σκανδαλιστεί με μένα. 7 Και ενώ αυτοί αναχωρούσαν, ο Ιησούς άρχισε να λέει στα πλήθη για τον Ιωάννη: Τι βγήκατε να δείτε στην έρημο; Καλάμι που σαλεύεται από τον άνεμο; 8 Αλλά, τι βγήκατε να δείτε; Άνθρωπον ντυμένον με πολυτελή ιμάτια; Δέστε, αυτοί που φορούν τα πολυτελή βρίσκονται στα παλάτια των βασιλιάδων. 9 Αλλά, τι βγήκατε να δείτε; Προφήτην; Σας λέω, ναι, και περισσότερο από προφήτην· 10 επειδή, αυτός είναι για τον οποίο είναι γραμμένο: «Δέστε, εγώ αποστέλλω τον αγγελιοφόρο μου πριν από την παρουσία τού προσώπου σου, ο οποίος θα προπαρασκευάσει τον δρόμο σου μπροστά από σένα». 11 Σας διαβεβαιώνω, ανάμεσα σ' εκείνους που γεννήθηκαν από γυναίκες δεν σηκώθηκε μεγαλύτερος από τον Βαπτιστή Ιωάννη· όμως, ο μικρότερος στη βασιλεία των ουρανών είναι μεγαλύτερος απ' αυτόν. 12 Και από τις ημέρες τού Βαπτιστή Ιωάννη μέχρι αυτή τη στιγμή, η βασιλεία των ουρανών βιάζεται, και οι βιαστές τήν αρπάζουν. 13 Επειδή, όλοι οι προφήτες και ο νόμος προφήτευσαν μέχρι τον Ιωάννη. 14 Και αν θέλετε να το δεχθείτε, αυτός είναι ο Ηλίας, που επρόκειτο νάρθει. 15 Όποιος έχει αυτιά για να ακούει, ας ακούει. 16 Αλλά, με τι να εξομοιώσω αυτή τη γενεά; Είναι όμοια με παιδάκια που κάθονται σε αγορές, και φωνάζουν στους συντρόφους τους, 17 και λένε: Σας παίξαμε φλογέρα, και δεν χορέψατε· σας είπαμε μοιρολόγια, και δεν θρηνήσατε. 18 Επειδή, ήρθε ο Ιωάννης, μήτε τρώγοντας μήτε πίνοντας· και λένε: Έχει δαιμόνιο. 19 Ήρθε ο Υιός τού ανθρώπου τρώγοντας και πίνοντας· και λένε: Δέστε, ένας άνθρωπος φαγάς και κρασοπότης, φίλος τελωνών και αμαρτωλών. Και η σοφία δικαιώθηκε από τα παιδιά της.

20 Τότε, ο Ιησούς άρχισε να επιπλήττει τις πόλεις, στις οποίες έγιναν τα περισσότερα θαύματά του, επειδή δεν μετανόησαν: 21 Αλλοίμονο σε σένα, Χοραζίν, αλλοίμονο σε σένα, Βηθσαϊδάν, επειδή, αν τα θαύματα που έγιναν ανάμεσά σας, γίνονταν στην Τύρο και στη Σιδώνα, θα μετανοούσαν πριν από πολύ καιρό με σάκο και στάχτη. 22 Όμως, σας λέω, στην Τύρο και στη Σιδώνα η τιμωρία κατά την ημέρα τής κρίσης θα είναι ελαφρότερη, παρά σε σας. 23 Κι εσύ, Καπερναούμ, που υψώθηκες μέχρι τον ουρανό, θα σε κατεβάσουν μέχρι τον άδη· επειδή, αν τα θαύματα που έγιναν ανάμεσά σου γίνονταν στα Σόδομα, θα έμεναν μέχρι σήμερα. 24 Όμως, σας λέω, ότι στη γη των Σοδόμων η τιμωρία κατά την ημέρα τής κρίσης θα είναι ελαφρότερη, παρά σε σένα.

25 Κατά τον καιρό εκείνο, ο Ιησούς, αποκρινόμενος, είπε: Σε δοξάζω, Πατέρα, Κύριε του ουρανού και της γης, ότι αυτά τα απέκρυψες από σοφούς και συνετούς, τα αποκάλυψες όμως σε νήπια. 26 Ναι, ω Πατέρα, επειδή έτσι έγινε αρεστό μπροστά σου. 27 Όλα παραδόθηκαν από τον Πατέρα σε μένα· και κανένας δεν γνωρίζει τον Υιό, παρά μονάχα ο Πατέρας· ούτε τον Πατέρα γνωρίζει κάποιος, παρά μονάχα ο Υιός, και σε όποιον ο Υιός θέλει να τον αποκαλύψει. 28 Ελάτε σε μένα όλοι όσοι κοπιάζετε και είστε φορτωμένοι, και εγώ θα σας αναπαύσω. 29 Σηκώστε επάνω σας τον ζυγό μου, και μάθετε από μένα· επειδή, είμαι πράος και ταπεινός στην καρδιά· και θα βρείτε ανάπαυση μέσα στις ψυχές σας. 30 Επειδή, ο ζυγός μου είναι καλός, και το φορτίο μου ελαφρύ.

Κεφάλαιον 12

1 ΚΑΤΑ τον καιρό εκείνο, σε ημέρα σαββάτου, ο Ιησούς πορευόταν διαμέσου των σπαρτών· και οι μαθητές του πείνασαν, και άρχισαν να κόβουν στάχυα και να τρώνε. 2 Και βλέποντας αυτό οι Φαρισαίοι, του είπαν: Δες, οι μαθητές σου κάνουν ό,τι δεν επιτρέπεται να γίνεται το σάββατο. 3 Και εκείνος είπε σ' αυτούς: Δεν διαβάσατε τι έκανε ο Δαβίδ, όταν πείνασε, αυτός και εκείνοι που ήσαν μαζί του; 4 Πώς μπήκε μέσα στον οίκο τού Θεού, και έφαγε τους άρτους τής πρόθεσης, που δεν του επιτρεπόταν να φάει, ούτε και εκείνοι που ήσαν μαζί του, παρά μονάχα οι ιερείς; 5 Ή, δεν διαβάσατε στον νόμο, ότι κατά τα σάββατα οι ιερείς βεβηλώνουν το σάββατο μέσα στο ιερό, και είναι αθώοι; 6 Σας λέω δε ότι, εδώ είναι κάποιος μεγαλύτερος από το ιερό. 7 Αν, όμως, γνωρίζατε τι είναι: «Έλεος θέλω, και όχι θυσία», δεν θα καταδικάζατε τους αθώους. 8 Επειδή, ο Υιός τού ανθρώπου είναι κύριος και του σαββάτου.

9 ΚΑΙ καθώς αναχώρησε από εκεί, ήρθε στη συναγωγή τους. 10 Και να! ήταν εκεί ένας άνθρωπος που είχε το χέρι του παράλυτο· και τον ρώτησαν, λέγοντας: Άραγε, επιτρέπεται σε κάποιον να θεραπεύει το σάββατο; Για να τον κατηγορήσουν. 11 Και εκείνος είπε σ' αυτούς: Ποιος άνθρωπος από σας θα είναι, που, έχοντας ένα πρόβατο, αν αυτό πέσει σε λάκκο κατά το σάββατο, δεν θα το πιάσει και θα το σηκώσει; 12 Πόσο, λοιπόν, διαφέρει άνθρωπος από πρόβατο! Ώστε, επιτρέπεται να αγαθοποιεί κάποιος κατά το σάββατο. 13 Τότε, λέει στον άνθρωπο: Τέντωσε το χέρι σου. Και το τέντωσε, και αποκαταστάθηκε υγιές, όπως το άλλο. 14 Και οι Φαρισαίοι, καθώς βγήκαν έξω, έκαναν συμβούλιο εναντίον του, για να τον εξολοθρεύσουν.

15 Αλλά, ο Ιησούς, όταν το αντιλήφθηκε, αναχώρησε από εκεί· και τον ακολούθησαν πολλά πλήθη, και τους θεράπευσε όλους. 16 Και τους παρήγγειλε αυστηρά να μη τον φανερώσουν· 17 για να εκπληρωθεί αυτό που ειπώθηκε από τον προφήτη Ησαϊα, λέγοντας: 18 «Δέστε! ο δούλος μου, που έκλεξα, ο αγαπητός μου, στον οποίο ευαρεστήθηκε η ψυχή μου· θα βάλω επάνω του το Πνεύμα μου, και θα εξαγγείλει κρίση στα έθνη· 19 δεν θα αντιλογήσει ούτε θα κραυγάσει· ούτε θα ακούσει κάποιος τη φωνή του στις πλατείες· 20 συντριμμένο καλάμι δεν θα το σπάσει, και λινάρι που καπνίζει δεν θα το σβήσει, μέχρις ότου εκφέρει την κρίση σε νίκη· 21 και στο όνομά του θα ελπίσουν τα έθνη».

22 Τότε, έφεραν σ' αυτόν έναν δαιμονιζόμενο, τυφλό και κουφό· και τον θεράπευσε, ώστε ο κουφός και ο τυφλός και μιλούσε και έβλεπε. 23 Και εκπλήττονταν όλα τα πλήθη, και έλεγαν: Μήπως αυτός είναι ο γιος τού Δαβίδ; 24 Οι Φαρισαίοι, όμως, όταν το άκουσαν, είπαν: Αυτός δεν βγάζει τα δαιμόνια, παρά μονάχα διαμέσου τού Βεελζεβούλ, του άρχοντα των δαιμονίων. 25 Καθώς, όμως, ο Ιησούς αντιλήφθηκε τους συλλογισμούς τους, τους είπε: Κάθε βασίλειο, που διαιρέθηκε σε αντιμαχόμενα μέρη, ερημώνεται· και κάθε πόλη ή σπίτι, που διαιρέθηκε σε αντιμαχόμενα μέρη, δεν θα σταθεί. 26 Και αν ο σατανάς βγάζει τον σατανά, διαιρέθηκε σε αντιμαχόμενα μέρη· πώς, λοιπόν, θα σταθεί το βασίλειό του; 27 Και αν εγώ βγάζω τα δαιμόνια διαμέσου τού Βεελζεβούλ, οι γιοι σας διαμέσου τίνος τα βγάζουν; Γι' αυτό, αυτοί θα είναι κριτές σας. 28 Αλλά, αν εγώ βγάζω τα δαιμόνια διαμέσου τού Πνεύματος τού Θεού, έφτασε επομένως σε σας η βασιλεία του Θεού. 29 Ή, πώς μπορεί κάποιος να μπει μέσα στο σπίτι τού δυνατού, και να αρπάξει τα σκεύη του, αν πρώτα δεν δέσει τον δυνατόν, και τότε θα διαρπάξει το σπίτι του; 30 Όποιος δεν είναι μαζί μου, είναι εναντίον μου· και όποιος δεν μαζεύει μαζί μου, σκορπίζει. 31 Γι' αυτό, σας λέω: Κάθε αμαρτία και βλασφημία θα συγχωρεθεί στους ανθρώπους· η βλασφημία, όμως, ενάντια στο Πνεύμα, δεν θα συγχωρεθεί στους ανθρώπους. 32 Και όποιος πει έναν λόγο ενάντια στον Υιό τού ανθρώπου, θα του συγχωρεθεί· όποιος, όμως, πει ενάντια στο Πνεύμα το Άγιο, δεν θα του συγχωρεθεί, ούτε σε τούτον τον αιώνα ούτε στον μέλλοντα.