33 Και με τέτοιες πολλές παραβολές τους μιλούσε το λόγο του Θεού, καθώς μπορούσαν να ακούνε. 34 Και χωρίς παραβολή δεν τους μιλούσε, αλλά ιδιαιτέρως στους δικούς του μαθητές τα επέλυε όλα.
35 Και τους λέει εκείνη την ημέρα, όταν βράδιασε: «Ας περάσουμε αντίπερα στη λίμνη». 36 Και αφού άφησαν το πλήθος, παραλαβαίνουν αυτόν όπως ήταν μέσα στο πλοίο· και άλλα πλοία ήταν μαζί του. 37 Και γίνεται λαίλαπα μεγάλη από άνεμο και τα κύματα ρίχνονταν πάνω στο πλοίο, ώστε ήδη το πλοίο να γεμίζει νερά. 38 Αλλά αυτός ήταν στην πρύμη πάνω στο προσκεφάλι και κοιμόταν. Και τον ξυπνούν και του λένε: «Δάσκαλε, δε σε μέλει που χανόμαστε;» 39 Και αφού σηκώθηκε, επιτίμησε τον άνεμο και είπε στη θάλασσα: «Σώπα, φιμώσου». Και κόπασε ο άνεμος και έγινε μεγάλη γαλήνη. 40 Και τους είπε: «Γιατί είστε δειλοί; Ακόμα δεν έχετε πίστη;» 41 Και φοβήθηκαν με φόβο μεγάλο και έλεγαν ο ένας προς τον άλλο: «Ποιος άραγε είναι αυτός που και ο άνεμος και η θάλασσα τον υπακούνε;»
Κεφάλαιον 5
1 Και ήρθαν αντίπερα στη λίμνη, στη χώρα των Γερασηνών. 2 Και όταν αυτός εξήλθε από το πλοίο, ευθύς ένας άνθρωπος με πνεύμα ακάθαρτο τον συνάντησε από τα μνήματα, 3 που την κατοίκησή του την είχε στα μνήματα. Και εκτός από αυτό, κανείς δεν μπορούσε να τον δέσει ούτε με αλυσίδα, 4 γιατί πολλές φορές τον είχαν δέσει με ποδόδεσμα και με αλυσίδες, αλλά οι αλυσίδες διασπάστηκαν από αυτόν και τα ποδόδεσμα είχαν συντριφτεί, και κανείς δεν μπορούσε να τον δαμάσει. 5 Και διαπαντός, νύχτα και ημέρα έκραζε συνεχώς στα μνήματα και στα όρη, και κατάκοβε τον εαυτό του με λίθους. 6 Και όταν είδε τον Ιησού από μακριά, έτρεξε και τον προσκύνησε 7 και, αφού έκραξε με φωνή μεγάλη, του λέει: «Τι σχέση έχουμε εγώ κι εσύ, Ιησού, Υιέ του Θεού του ύψιστου; Σε ορκίζω στο Θεό, μη με βασανίσεις». 8 Γιατί ο Ιησούς του έλεγε: « Πνεύμα ακάθαρτο, έξελθε από τον άνθρωπο». 9 Και τον επερωτούσε: «Τι όνομα έχεις;» Και του λέει: «Λεγεώνα είναι το όνομά μου, γιατί είμαστε πολλοί». 10 Και τον παρακαλούσε πολύ να μην τα αποστείλει έξω από τη χώρα. 11 Ήταν λοιπόν εκεί κοντά στο όρος μια μεγάλη αγέλη χοίρων που έβοσκε. 12 Και τον παρακάλεσαν λέγοντας: «Στείλε μας στους χοίρους, για να εισέλθουμε σ’ αυτούς». 13 Και τους το επέτρεψε. Και αφού εξήλθαν τα πνεύματα τα ακάθαρτα, εισήλθαν στους χοίρους και όρμησε η αγέλη κάτω στον γκρεμό, στη λίμνη, ήταν περίπου δύο χιλιάδες, και πνίγονταν μέσα στη λίμνη. 14 Και αυτοί που τους έβοσκαν έφυγαν και το ανάγγειλαν στην πόλη και στους αγρούς. Και ήρθαν, για να δουν τι είναι το γεγονός, 15 και έρχονται προς τον Ιησού και βλέπουν τον δαιμονισμένο να κάθεται ντυμένος και σώφρονας, αυτός που είχε τον Λεγεώνα, και φοβήθηκαν. 16 Και εκείνοι που το είδαν τους διηγήθηκαν πώς έγινε στο δαιμονισμένο και αναφορικά με τους χοίρους. 17 Και άρχισαν να τον παρακαλούν να φύγει από τα όριά τους. 18 Και καθώς αυτός έμπαινε στο πλοίο, τον παρακαλούσε ο πρώην δαιμονισμένος να μένει μαζί του. 19 Όμως δεν τον άφησε, αλλά του λέει: «Πήγαινε στον οίκο σου, προς τους δικούς σου, και ανάγγειλέ τους όσα ο Κύριος σου έχει κάνει και πώς σε ελέησε». 20 Και εκείνος έφυγε και άρχισε να κηρύττει στη Δεκάπολη όσα του έκανε ο Ιησούς, και όλοι θαύμαζαν.
21 Και αφού διαπέρασε ο Ιησούς τη λίμνη αντίπερα με το πλοίο πάλι, συνάχτηκε πλήθος πολύ κοντά του, και ήταν δίπλα στη λίμνη. 22 Και έρχεται ένας από τους αρχισυνάγωγους με το όνομα Ιάιρος και, όταν τον είδε, πέφτει μπροστά στα πόδια του 23 και τον παρακαλεί πολύ λέγοντας: «Η μικρή θυγατέρα μου είναι στα τελευταία της· να έρθεις και να επιθέσεις σε αυτήν τα χέρια, για να σωθεί και να ζήσει». 24 Και ο Ιησούς έφυγε μαζί του. Και τον ακολουθούσε πλήθος πολύ και τον συνέθλιβαν. 25 Και μια γυναίκα που είχε ροή αίματος δώδεκα έτη, 26 και που έπαθε πολλά από πολλούς γιατρούς, και που δαπάνησε όλα τα υπάρχοντά της, και που τίποτα δεν ωφελήθηκε, αλλά μάλλον ήρθε στο χειρότερο, 27 όταν άκουσε για τον Ιησού, ήρθε μέσα στο πλήθος από πίσω του και άγγιξε το ρούχο του. 28 Γιατί έλεγε: «Αν αγγίξω και μόνο τα ρούχα του, θα σωθώ». 29 Και ευθύς ξεράθηκε η πηγή του αίματός της και κατάλαβε στο σώμα της ότι έχει γιατρευτεί από τη μάστιγά της. 30 Και ευθύς ο Ιησούς, επειδή κατανόησε μέσα του τη δύναμη που εξήλθε από αυτόν, στράφηκε πίσω στο πλήθος και έλεγε: «Ποιος μου άγγιξε τα ρούχα;» 31 Και του έλεγαν οι μαθητές του: «Βλέπεις το πλήθος να σε συνθλίβει και λες: “Ποιος με άγγιξε”;» 32 Και έβλεπε γύρω, για να δει εκείνη που έκανε αυτό. 33 Τότε η γυναίκα, που φοβήθηκε και έτρεμε, επειδή ήξερε αυτό που είχε γίνει σ’ αυτήν, ήρθε και έπεσε μπροστά στα πόδια του και του είπε όλη την αλήθεια. 34 Εκείνος της είπε: «Θυγατέρα μου, η πίστη σου σε έχει σώσει· πήγαινε με ειρήνη και να είσαι υγιής από τη μάστιγά σου». 35 Ενώ αυτός μιλούσε ακόμη, έρχονται από την οικία του αρχισυνάγωγου λέγοντας: «Η θυγατέρα σου πέθανε· τι ενοχλείς ακόμα το δάσκαλο;» 36 Αλλά ο Ιησούς παραμέλησε τα λόγια που λέγονταν και λέει στον αρχισυνάγωγο: «Μη φοβάσαι, μόνο πίστευε». 37 Και δεν άφησε κανέναν να ακολουθήσει μαζί του παρά μόνο τον Πέτρο και τον Ιάκωβο και τον Ιωάννη, τον αδελφό του Ιακώβου. 38 Και έρχονται στον οίκο του αρχισυνάγωγου, και βλέπει το θόρυβο και αυτούς που έκλαιγαν και αλάλαζαν πολύ 39 και, όταν εισήλθε, τους λέει: «Τι θορυβείστε και κλαίτε; Το παιδί δεν πέθανε αλλά κοιμάται». 40 Και τον περιγελούσαν. Αυτός, όμως, αφού τους έβγαλε όλους, παραλαβαίνει τον πατέρα του παιδιού και τη μητέρα κι εκείνους που ήταν μαζί του, και μπαίνει εκεί όπου ήταν το παιδί. 41 Και αφού κράτησε το χέρι του παιδιού, της λέει: «Ταλιθα κουμ», που όταν ερμηνεύεται σημαίνει: «Κοριτσάκι, σου λέω, σήκω». 42 Και ευθύς σηκώθηκε το κοριτσάκι και περπατούσε· γιατί ήταν δώδεκα ετών. Και έμειναν εκστατικοί ευθύς από μεγάλη κατάπληξη. 43 Και τους διέταξε αυστηρά να μη μάθει κανείς αυτό, και είπε να της δώσουν να φάει.
Κεφάλαιον 6
1 Και εξήλθε από εκεί και έρχεται στην πατρίδα του, και τον ακολουθούν οι μαθητές του. 2 Και όταν ήρθε το Σάββατο, άρχισε να διδάσκει στη συναγωγή. Και πολλοί, καθώς άκουγαν, εκπλήσσονταν και έλεγαν: «Από πού έρχονται σε τούτον αυτά, και τι σοφία είναι αυτή που δόθηκε σε τούτον, και από πού έρχονται οι δυνάμεις τέτοιου είδους που γίνονται με τα χέρια του; 3 Δεν είναι αυτός ο ξυλουργός, ο γιος της Μαρίας και ο αδελφός του Ιακώβου και του Ιωσή και του Ιούδα και του Σίμωνα; Και δεν είναι οι αδελφές του εδώ κοντά μας;» Και σκανδαλίζονταν σ’ αυτόν. 4 Και τους έλεγε ο Ιησούς: «Δεν υπάρχει προφήτης ατίμητος παρά μόνο στην πατρίδα του και στους συγγενείς του και στην οικία του». 5 Και δεν μπορούσε εκεί να κάνει καμιά θαυματουργική δύναμη παρά μόνο επέθεσε τα χέρια σε λίγους αρρώστους και τους θεράπευσε. 6 Και θαύμαζε για την απιστία τους.