12 Και την επόμενη ημέρα, αφού εξήλθαν αυτοί από τη Βηθανία, πείνασε. 13 Και όταν είδε μια συκιά από μακριά που είχε φύλλα, ήρθε κοντά της μήπως κάτι βρει σ’ αυτήν, αλλά όταν ήρθε σ’ αυτήν, τίποτα δε βρήκε παρά μόνο φύλλα. Γιατί δεν ήταν ο καιρός των σύκων. 14 Και απευθύνθηκε σ’ αυτήν και της είπε: «Ποτέ πια στον αιώνα από εσένα κανείς να μη φάει καρπό». Και άκουγαν οι μαθητές του.
15 Και έρχονται στα Ιεροσόλυμα. Και αφού εισήλθε στο ναό, άρχισε να βγάζει εκείνους που πουλούσαν και εκείνους που αγόραζαν μέσα στο ναό, και τα τραπέζια των αργυραμοιβών και τα καθίσματα αυτών που πουλούσαν τα περιστέρια τα αναποδογύρισε, 16 και δεν άφηνε να μεταφέρει κανείς σκεύος διαμέσου του ναού. 17 Και δίδασκε και τους έλεγε: «Δεν είναι γραμμένο ότι ο οίκος μου θα κληθεί οίκος προσευχής για όλα τα έθνη; Εσείς όμως τον έχετε κάνει σπήλαιο ληστών». 18 Και το άκουσαν οι αρχιερείς και οι γραμματείς και ζητούσαν πώς να τον σκοτώσουν. Γιατί τον φοβούνταν, επειδή όλο το πλήθος έμενε έκπληκτο από τη διδαχή του. 19 Και όταν έγινε βράδυ, έβγαιναν έξω από την πόλη.
20 Και καθώς περνούσαν πρωί εκεί κοντά, είδαν τη συκιά ξεραμένη από τις ρίζες. 21 Και θυμήθηκε ο Πέτρος και του λέει: «Ραβί, δες, η συκιά που καταράστηκες έχει ξεραθεί». 22 Και αποκρίθηκε ο Ιησούς και τους λέει: «Έχετε πίστη Θεού. 23 Αλήθεια σας λέω ότι όποιος πει στο όρος τούτο: “Σήκω και πέσε στη θάλασσα”, και δεν αμφιβάλει μέσα στην καρδιά του, αλλά πιστεύει ότι αυτό που λαλεί γίνεται, θα του γίνει. 24 Γι’ αυτό σας λέω, όλα όσα προσεύχεστε και ζητάτε, πιστεύετε ότι τα λάβατε, και θα σας γίνουν. 25 Και όταν στέκεστε προσευχόμενοι, ας αφήνετε αν κάτι έχετε εναντίον κάποιου, για να αφήσει σ’ εσάς και ο Πατέρας σας που είναι στους ουρανούς τα δικά σας παραπτώματα. 26 [Αν όμως εσείς δεν αφήνετε, ούτε ο Πατέρας σας που είναι στους ουρανούς θα αφήσει τα δικά σας παραπτώματα]».
27 Και έρχονται πάλι στα Ιεροσόλυμα. Και ενώ αυτός περπατούσε στο ναό, έρχονται προς αυτόν οι αρχιερείς και οι γραμματείς και οι πρεσβύτεροι 28 και του έλεγαν: «Με ποια εξουσία αυτά τα κάνεις; Ή ποιος σου έδωσε την εξουσία αυτή, για να κάνεις αυτά;» 29 Ο Ιησούς τότε τους είπε: «Θα σας επερωτήσω ένα λόγο, και αποκριθείτε μου και θα σας πω με ποια εξουσία αυτά τα κάνω: 30 Το βάφτισμα του Ιωάννη από τον ουρανό ήταν ή από τους ανθρώπους; Αποκριθείτε μου». 31 Και διαλογίζονταν μεταξύ τους λέγοντας: «Αν πούμε: “Από τον ουρανό”, θα πει: “Γιατί λοιπόν δεν πιστέψατε σ’ αυτόν”; 32 Αλλά να πούμε: “Από τους ανθρώπους”; – φοβούνταν το πλήθος· γιατί όλοι θεωρούσαν τον Ιωάννη ότι ήταν όντως προφήτης. 33 Και αποκρίθηκαν στον Ιησού και του λένε: «Δεν ξέρουμε». Και ο Ιησούς τους λέει: «Ούτε εγώ σας λέω με ποια εξουσία αυτά τα κάνω».
Κεφάλαιον 12
1 Και άρχισε με παραβολές να τους μιλά: «Ένας άνθρωπος φύτεψε αμπελώνα και τον περιέβαλε με φράχτη και έσκαψε δεξαμενή κάτω από το πατητήρι και οικοδόμησε πύργο και τον νοίκιασε σε γεωργούς και αποδήμησε. 2 Και απέστειλε προς τους γεωργούς ένα δούλο στον κατάλληλο καιρό, για να λάβει από τους γεωργούς μέρος από τους καρπούς του αμπελώνα. 3 Και εκείνοι, αφού τον έπιασαν, τον έδειραν και τον απέστειλαν με άδεια χέρια. 4 Και πάλι απέστειλε προς αυτούς άλλο δούλο· κι εκείνον τον χτύπησαν στο κεφάλι και τον ατίμασαν. 5 Και άλλον απέστειλε· κι εκείνον σκότωσαν, και πολλούς άλλους, που άλλους τους έδερναν και άλλους τους σκότωναν. 6 Ακόμη είχε ένα γιο αγαπητό. Τον απέστειλε τελευταίο προς αυτούς, λέγοντας: “Θα ντραπούν το γιο μου”. 7 Εκείνοι όμως οι γεωργοί είπαν μεταξύ τους: “Αυτός είναι ο κληρονόμος. Ελάτε να τον σκοτώσουμε, και δική μας θα είναι η κληρονομιά”. 8 Και αφού τον έπιασαν, τον σκότωσαν και τον έβγαλαν έξω από τον αμπελώνα. 9 Τι λοιπόν θα κάνει ο Κύριος του αμπελώνα; Θα έρθει και θα εξολοθρέψει τους γεωργούς και θα δώσει τον αμπελώνα σε άλλους. 10 Ούτε τη Γραφή αυτή διαβάσατε: Λίθο που αποδοκίμασαν οι οικοδόμοι, αυτός έγινε ακρογωνιαίος λίθος. 11 Από τον Κύριο έγινε αυτός και είναι θαυμαστός στα μάτια μας;» 12 Και ζητούσαν να τον κρατήσουν, αλλά φοβήθηκαν το πλήθος, γιατί κατάλαβαν ότι γι’ αυτούς είπε την παραβολή. Και αφού τον άφησαν, έφυγαν.
13 Και αποστέλλουν προς αυτόν μερικούς από τους Φαρισαίους και τους Ηρωδιανούς, για να τον παγιδεύσουν από ένα λόγο του. 14 Και αφού ήρθαν, του λένε: «Δάσκαλε, ξέρουμε ότι είσαι αληθινός και δε σε μέλει για κανέναν· γιατί δε βλέπεις σε πρόσωπο ανθρώπων, αλλά διδάσκεις αληθινά την οδό του Θεού. Επιτρέπεται να δώσει κανείς φόρο στον Καίσαρα ή όχι; Να δώσουμε ή να μη δώσουμε;» 15 Εκείνος, επειδή κατάλαβε την υποκρισία τους, τους είπε: «Τι με πειράζετε; Φέρτε μου ένα δηνάριο για να το δω». 16 Εκείνοι έφεραν. Και τους λέει: «Ποιανού είναι η εικόνα αυτή και η επιγραφή;» Εκείνοι του είπαν: «Του Καίσαρα». 17 Ο Ιησούς τότε τους είπε: «Τα πράγματα του Καίσαρα αποδώστε στον Καίσαρα και τα πράγματα του Θεού στο Θεό». Και εκείνοι θαύμαζαν πολύ με αυτόν.
18 Και έρχονται Σαδδουκαίοι προς αυτόν, οι οποίοι λένε πως δεν υπάρχει ανάσταση, και τον επερωτούσαν: 19 «Δάσκαλε, ο Μωυσής μάς έγραψε ότι αν ο αδελφός κάποιου πεθάνει και εγκαταλείψει γυναίκα και δεν αφήσει τέκνο, να λάβει ο αδελφός του τη γυναίκα του και να φέρει απογόνους στον αδελφό του. 20 Ήταν εφτά αδελφοί. Και ο πρώτος έλαβε γυναίκα και πεθαίνοντας δεν άφησε απογόνους. 21 Και ο δεύτερος έλαβε αυτήν και πέθανε, χωρίς να αφήσει απογόνους· και ο τρίτος ομοίως· 22 και οι εφτά δεν άφησαν απογόνους. Τελευταία απ’ όλους πέθανε και η γυναίκα. 23 Κατά την ανάσταση, όταν αναστηθούν, ποιανού από αυτούς θα είναι γυναίκα; Γιατί και οι εφτά την είχαν γυναίκα». 24 Τους είπε ο Ιησούς: «Γι’ αυτό δεν πλανάστε, επειδή δεν ξέρετε τις Γραφές μήτε τη δύναμη του Θεού; 25 Γιατί όταν αναστηθούν από τους νεκρούς, ούτε νυμφεύονται ούτε παντρεύονται, αλλά είναι σαν άγγελοι στους ουρανούς. 26 Όσον αφορά όμως τους νεκρούς ότι εγείρονται, δε διαβάσατε στο βιβλίο του Μωυσή, εκεί όπου μιλάει για τη βάτο, πώς του είπε ο Θεός λέγοντας Εγώ είμαι ο Θεός του Αβραάμ και ο Θεός του Ισαάκ και ο Θεός του Ιακώβ; 27 Δεν είναι Θεός νεκρών, αλλά ζωντανών· πολύ πλανάστε».
28 Και αφού πλησίασε ένας από τους γραμματείς που τους άκουσε να συζητούν, επειδή είδε ότι καλά τους αποκρίθηκε, τον επερώτησε: «Ποια εντολή είναι πρώτη απ’ όλες;» 29 Αποκρίθηκε ο Ιησούς: «Πρώτη είναι: Άκου Ισραήλ, Κύριος ο Θεός μας είναι ένας Κύριος. 30 Και να αγαπήσεις Κύριο το Θεό σου με όλη την καρδιά σου και με όλη την ψυχή σου και με όλη τη διάνοιά σου και με όλη την ισχύ σου. 31 Δεύτερη είναι αυτή: Να αγαπήσεις τον πλησίον σου σαν τον εαυτό σου. Άλλη εντολή μεγαλύτερη από αυτές δεν υπάρχει». 32 Και του είπε ο γραμματέας: «Καλά, δάσκαλε, είπες αληθινά ότι ένας είναι ο Θεός και δεν είναι άλλος εκτός από αυτόν. 33 Και το να αγαπάει κανείς αυτόν με όλη την καρδιά του και με όλη τη σύνεση και με όλη την ισχύ του, και το να αγαπάει κανείς τον πλησίον του σαν τον εαυτό του περισσότερο είναι απ’ όλα τα ολοκαυτώματα και τις θυσίες». 34 Και ο Ιησούς, επειδή είδε ότι συνετά αποκρίθηκε, του είπε: «Δεν είσαι μακριά από τη βασιλεία του Θεού». Και κανείς πια δεν τολμούσε να τον επερωτήσει.