10 Μόλις όμως ανέβηκαν οι αδελφοί του στην εορτή, τότε κι αυτός ανέβηκε, όχι φανερά αλλά σχεδόν κρυφά. 11 Οι Ιουδαίοι, λοιπόν, τον ζητούσαν στην εορτή και έλεγαν: «Πού είναι εκείνος;» 12 Και πολύ υπόκωφη αντιγνωμία υπήρχε γι’ αυτόν στα πλήθη. Μερικοί έλεγαν: «Αγαθός είναι». Ενώ άλλοι έλεγαν: «Όχι, αλλά πλανά τον όχλο». 13 Κανείς όμως δημόσια δε μιλούσε γι’ αυτόν, επειδή φοβούνταν τους Ιουδαίους άρχοντες. 14 Όταν ήταν ήδη στα μισά της εορτής, ανέβηκε ο Ιησούς στο ναό και δίδασκε. 15 Θαύμαζαν τότε οι Ιουδαίοι και έλεγαν: «Πώς αυτός ξέρει γράμματα, ενώ δεν έχει μάθει;» 16 Αποκρίθηκε λοιπόν σ’ αυτούς ο Ιησούς και είπε: «Η δική μου διδαχή δεν είναι δική μου, αλλά εκείνου που με έστειλε. 17 Αν κάποιος θέλει να κάνει το θέλημά του, θα γνωρίσει για τη διδαχή από πού είναι: από το Θεό ή εγώ μιλώ από τον εαυτό μου. 18 Εκείνος που μιλά από τον εαυτό του ζητά τη δόξα τη δική του. Όποιος όμως ζητά τη δόξα εκείνου που τον έστειλε, αυτός είναι αληθινός και αδικία μέσα του δεν υπάρχει. 19 Ο Μωυσής δε σας έχει δώσει το νόμο; Και όμως κανείς από εσάς δεν εφαρμόζει το νόμο. Γιατί ζητάτε να με σκοτώσετε;» 20 Αποκρίθηκε το πλήθος: «Δαιμόνιο έχεις! Ποιος ζητά να σε σκοτώσει;» 21 Αποκρίθηκε ο Ιησούς και τους είπε: «Ένα έργο έκανα και όλοι θαυμάζετε. 22 Ο Μωυσής σάς έχει δώσει την περιτομή – όχι ότι είναι από το Μωυσή, αλλά από τους πατέρες – γι’ αυτό και το Σάββατο περιτέμνετε άνθρωπο. 23 Αν ένας άνθρωπος λαβαίνει περιτομή το Σάββατο, για να μη λυθεί ο νόμος του Μωυσή, χολώνεστε μ’ εμένα επειδή ολόκληρο άνθρωπο έκανα υγιή το Σάββατο; 24 Μην κρίνετε επιφανειακά, αλλά τη δίκαιη κρίση να κρίνετε».
25 Έλεγαν, λοιπόν, μερικοί από τους Ιεροσολυμίτες: «Αυτός δεν είναι που ζητούν να σκοτώσουν; 26 Και δες, δημόσια μιλά και τίποτα δεν του λένε. Μήπως, αλήθεια, κατάλαβαν οι άρχοντες ότι αυτός είναι ο Χριστός; 27 Αλλά τούτος ξέρουμε από πού είναι· ο Χριστός, όμως, όταν θα έρθει, κανείς δε θα γνωρίζει από πού είναι». 28 Ο Ιησούς, λοιπόν, φώναξε μέσα στο ναό, διδάσκοντας και λέγοντας: «Κι εμένα ξέρετε και ξέρετε από πού είμαι. Και όμως από μόνος μου δεν έχω έρθει, αλλά είναι αληθινός εκείνος που με έστειλε, αυτός που εσείς δεν ξέρετε. 29 Εγώ τον ξέρω, γιατί από αυτόν είμαι κι εκείνος με απέστειλε». 30 Ζητούσαν λοιπόν να τον πιάσουν, αλλά κανείς δεν έβαλε το χέρι πάνω του, γιατί δεν είχε έρθει ακόμα η ώρα του. 31 Τότε πολλοί από το πλήθος πίστεψαν σ’ αυτόν και έλεγαν: «Ο Χριστός, όταν έρθει, μήπως περισσότερα θαυματουργικά σημεία θα κάνει από όσα αυτός έκανε;»
32 Άκουσαν οι Φαρισαίοι το πλήθος να ψιθυρίζει αυτά σχετικά με αυτόν, και απέστειλαν οι αρχιερείς και οι Φαρισαίοι υπηρέτες, για να τον πιάσουν. 33 Είπε λοιπόν ο Ιησούς: «Ακόμη λίγο χρόνο θα είμαι μαζί σας και μετά πηγαίνω προς εκείνον που με έστειλε. 34 Θα με ζητήσετε και δε θα με βρείτε, και όπου εγώ είμαι εσείς δε δύναστε να έρθετε». 35 Είπαν λοιπόν οι Ιουδαίοι μεταξύ τους: «Πού μέλλει να πορεύεται αυτός, επειδή λέει ότι εμείς δε θα τον βρούμε; Μήπως μέλλει να πορεύεται στους Ιουδαίους της διασποράς μεταξύ των Ελλήνων και να διδάσκει τους Έλληνες; 36 Τι σημαίνει ο λόγος αυτός που είπε: “Θα με ζητήσετε και δε θα με βρείτε, και όπου εγώ είμαι εσείς δε δύναστε να έρθετε”;»
37 Τότε, την τελευταία ημέρα της εορτής, τη μεγάλη, είχε σταθεί όρθιος ο Ιησούς και φώναξε, λέγοντας: «Αν κάποιος διψά, ας έρχεται προς εμένα και ας πίνει. 38 Όποιος πιστεύει σ’ εμένα, καθώς είπε η Γραφή, “ποταμοί νερού ζωντανού θα ρεύσουν από την κοιλιά του”. 39 Και αυτό το είπε για το Πνεύμα που έμελλαν να λαβαίνουν εκείνοι που πίστεψαν σ’ αυτόν. Γιατί δεν ήταν δοσμένο ακόμα το Πνεύμα, επειδή ο Ιησούς δεν είχε ακόμα δοξαστεί.
40 Μερικοί από το πλήθος, λοιπόν, όταν άκουσαν αυτά τα λόγια, έλεγαν: «Αυτός είναι αληθινά ο προφήτης». 41 Άλλοι έλεγαν: «Αυτός είναι ο Χριστός». Άλλοι όμως έλεγαν: «Γιατί, μήπως ο Χριστός έρχεται από τη Γαλιλαία; 42 Δεν είπε η Γραφή ότι θα είναι από το σπέρμα του Δαβίδ και ότι ο Χριστός έρχεται από τη Βηθλεέμ, το χωριό όπου καταγόταν ο Δαβίδ;» 43 Έγινε λοιπόν σχίσμα μέσα στο πλήθος γι’ αυτόν. 44 Μερικοί μάλιστα από αυτούς ήθελαν να τον πιάσουν, αλλά κανείς δεν έβαλε πάνω του τα χέρια.
45 Ήρθαν, λοιπόν, οι υπηρέτες προς τους αρχιερείς και τους Φαρισαίους, και εκείνοι τους είπαν: «Γιατί δεν τον φέρατε;» 46 Αποκρίθηκαν οι υπηρέτες: «Ποτέ δε μίλησε έτσι άνθρωπος». 47 Τους ρώτησαν τότε οι Φαρισαίοι: «Μήπως κι εσείς έχετε πλανηθεί; 48 Μήπως πίστεψε σ’ αυτόν κάποιος από τους άρχοντες ή από τους Φαρισαίους; 49 Αλλά αυτός ο όχλος, που δε γνωρίζει το νόμο, είναι καταραμένος». 50 Λέει προς αυτούς ο Νικόδημος, που ήρθε προς αυτόν προηγουμένως, αν και ήταν ένας από αυτούς: 51 «Μήπως ο νόμος μας κρίνει τον άνθρωπο, αν δεν ακούσει πρώτα από αυτόν και δε γνωρίσει τι κάνει;» 52 Αποκρίθηκαν και του είπαν: «Μήπως κι εσύ είσαι από τη Γαλιλαία; Ερεύνησε και δες ότι από τη Γαλιλαία δεν εγείρεται προφήτης».
53 [Και πορεύτηκαν ο καθένας στον οίκο του,
Κεφάλαιον 8
1 ο Ιησούς όμως πορεύτηκε στο όρος των Ελαιών. 2 Αλλά με τον όρθρο, πάλι παρουσιάστηκε στο ναό και όλος ο λαός ερχόταν προς αυτόν και, αφού κάθισε, τους δίδασκε. 3 Οι γραμματείς και οι Φαρισαίοι φέρνουν τότε μια γυναίκα που είχαν συλλάβει για μοιχεία και, αφού την έστησαν στο μέσο, 4 του λένε: «Δάσκαλε, αυτή η γυναίκα έχει συλληφθεί επ’ αυτοφώρω να μοιχεύεται. 5 Και στο νόμο ο Μωυσής μάς έδωσε εντολή τέτοιες να τις λιθοβολούμε. Εσύ λοιπόν τι λες;» 6 Και αυτό το έλεγαν για να τον πειράξουν, για να έχουν να τον κατηγορούν. Αλλά ο Ιησούς, αφού έσκυψε κάτω, έγραφε με το δάχτυλο κάτω στη γη. 7 Επειδή όμως επέμεναν να τον ρωτούν, σήκωσε πάνω το κεφάλι, και τους είπε: «Ο αναμάρτητος από εσάς, πρώτος ας ρίξει λίθο πάνω της». 8 Και πάλι, αφού έσκυψε κάτω, έγραφε στη γη. 9 Εκείνοι, όταν το άκουσαν, εξέρχονταν ένας-ένας, αφού άρχισαν από τους πρεσβύτερους στην ηλικία, και εγκαταλείφτηκε μόνος ο Ιησούς και η γυναίκα που ήταν στο μέσο. 10 Τότε ο Ιησούς σήκωσε πάνω το κεφάλι και της είπε: «Γυναίκα, πού είναι; Κανείς δε σε κατέκρινε;» 11 Εκείνη απάντησε: «Κανείς, Κύριε». Είπε τότε ο Ιησούς: «Ούτε εγώ σε κατακρίνω. Πήγαινε, και από τώρα μην αμαρτάνεις πλέον».]
12 Πάλι λοιπόν τους μίλησε ο Ιησούς, λέγοντας: «Εγώ είμαι το φως του κόσμου. Εκείνος που ακολουθεί εμένα δε θα περπατήσει στο σκοτάδι, αλλά θα έχει το φως της ζωής». 13 Οι Φαρισαίοι είπαν τότε σ’ αυτόν: «Εσύ για τον εαυτό σου μαρτυρείς· η μαρτυρία σου δεν είναι αληθινή». 14 Ο Ιησούς αποκρίθηκε και τους είπε: «Κι αν εγώ μαρτυρώ για τον εαυτό μου, η μαρτυρία μου είναι αληθινή, γιατί ξέρω από πού ήρθα και πού πηγαίνω. Εσείς όμως δεν ξέρετε από πού έρχομαι ή πού πηγαίνω. 15 Εσείς κρίνετε κατά τη σάρκα, εγώ δεν κρίνω κανέναν. 16 Και αν κρίνω όμως εγώ, η κρίση η δική μου είναι αληθινή, γιατί δεν είμαι μόνος, αλλά είμαι εγώ και ο Πατέρας που με έστειλε. 17 Και λοιπόν, στο νόμο το δικό σας είναι γραμμένο ότι η μαρτυρία δύο ανθρώπων είναι αληθινή. 18 Εγώ είμαι αυτός που μαρτυρώ για τον εαυτό μου και μαρτυρεί επίσης για μένα ο Πατέρας που με έστειλε». 19 Έλεγαν λοιπόν σ’ αυτόν: «Πού είναι ο Πατέρας σου;» Αποκρίθηκε ο Ιησούς: «Ούτε εμένα ξέρετε ούτε τον Πατέρα μου· αν εμένα ξέρατε, και τον Πατέρα μου θα ξέρατε». 20 Αυτά τα λόγια λάλησε στο θησαυροφυλάκιο διδάσκοντας στο ναό. Και κανείς δεν τον έπιασε, γιατί δεν είχε έρθει ακόμα η ώρα του.