21 Είπε λοιπόν πάλι σ’ αυτούς: «Εγώ πηγαίνω και θα με ζητήσετε, αλλά θα πεθάνετε μέσα στην αμαρτία σας. Όπου εγώ πηγαίνω, εσείς δε δύναστε να έρθετε». 22 Έλεγαν τότε οι Ιουδαίοι: «Μήπως θα αυτοκτονήσει, επειδή λέει: “Όπου εγώ πηγαίνω εσείς δε δύναστε να έρθετε”;» 23 Επίσης τους έλεγε: «Εσείς είστε από τα κάτω, εγώ είμαι από τα πάνω. Εσείς είστε από τούτο τον κόσμο, εγώ δεν είμαι από τούτο τον κόσμο. 24 Σας είπα, λοιπόν, ότι θα πεθάνετε μέσα στις αμαρτίες σας. Γιατί, αν δεν πιστέψετε ότι Εγώ Είμαι, θα πεθάνετε μέσα στις αμαρτίες σας». 25 Έλεγαν λοιπόν σ’ αυτόν: «Εσύ ποιος είσαι;». Τους απάντησε ο Ιησούς: «Είμαι από την αρχή, αυτό που επίσης σας λέω τώρα. 26 Πολλά έχω να λέω και να κρίνω για σας. Αλλά εκείνος που με έστειλε είναι αληθινός, κι εγώ, όσα άκουσα από αυτόν, αυτά μιλώ στον κόσμο». 27 Δεν κατάλαβαν ότι τους έλεγε για τον Πατέρα. 28 Ο Ιησούς, λοιπόν, τους είπε: «Όταν υψώσετε τον Υιό του ανθρώπου, τότε θα γνωρίσετε ότι Εγώ Είμαι, και ότι από τον εαυτό μου δεν κάνω τίποτα, αλλά καθώς με δίδαξε ο Πατέρας, αυτά λέω. 29 Και αυτός που με έστειλε είναι μαζί μου. Δε με άφησε μόνο, γιατί εγώ κάνω πάντοτε τα αρεστά σ’ αυτόν». 30 Ενώ αυτός μιλούσε αυτά, πολλοί πίστεψαν σ’ αυτόν.
31 Ο Ιησούς, λοιπόν, έλεγε προς τους Ιουδαίους που είχαν πιστέψει σ’ αυτόν: «Αν εσείς μείνετε στο λόγο το δικό μου, είστε αληθινά μαθητές μου, 32 και θα γνωρίσετε την αλήθεια, και η αλήθεια θα σας ελευθερώσει». 33 Έλαβαν το λόγο και είπαν προς αυτόν: «Σπέρμα του Αβραάμ είμαστε και σε κανέναν δεν έχουμε γίνει δούλοι ποτέ ως τώρα. Πώς εσύ λες: “Ελεύθεροι θα γίνετε”;» 34 Τους αποκρίθηκε ο Ιησούς: «Αλήθεια, αλήθεια σας λέω ότι καθένας που κάνει την αμαρτία είναι δούλος της αμαρτίας. 35 Και ο δούλος δε μένει μέσα στην οικία στον αιώνα. Ο γιος μένει στον αιώνα. 36 Αν λοιπόν σας ελευθερώσει ο Υιός, όντως θα είστε ελεύθεροι. 37 Ξέρω ότι είστε σπέρμα του Αβραάμ· αλλά ζητάτε να με σκοτώσετε, γιατί ο λόγος ο δικός μου δε χωρά μέσα σας. 38 Εγώ μιλώ γι’ αυτά που έχω δει από τον Πατέρα. Κι εσείς, λοιπόν, κάνετε αυτά που ακούσατε από τον πατέρα [σας]».
39 Αποκρίθηκαν και του είπαν: «Ο πατέρας μας είναι ο Αβραάμ». Τους λέει ο Ιησούς: «Αν ήσασταν τέκνα του Αβραάμ, θα κάνατε τα έργα του Αβραάμ. 40 Αλλά τώρα ζητάτε να με σκοτώσετε, έναν άνθρωπο που σας έχω μιλήσει την αλήθεια που άκουσα από το Θεό· αυτό ο Αβραάμ δεν το έκανε. 41 Εσείς κάνετε τα έργα του πατέρα σας». Είπαν λοιπόν σ’ αυτόν: «Εμείς δεν έχουμε γεννηθεί από πορνεία. Έναν Πατέρα έχουμε: το Θεό». 42 Τους είπε ο Ιησούς: «Αν ο Θεός ήταν Πατέρας σας, θα αγαπούσατε εμένα, γιατί εγώ από το Θεό εξήλθα και έχω έρθει. Επειδή, επίσης, δεν έχω έρθει από τον εαυτό μου, αλλά εκείνος με απέστειλε. 43 Γιατί δεν καταλαβαίνετε τη λαλιά τη δική μου; Επειδή δε δύναστε να ακούτε το λόγο το δικό μου! 44 Εσείς είστε από τον πατέρα σας, το Διάβολο, και τις επιθυμίες του πατέρα σας θέλετε να κάνετε. Εκείνος ήταν ανθρωποκτόνος από την αρχή και δεν έχει σταθεί στην αλήθεια, γιατί δεν υπάρχει αλήθεια μέσα του. Όταν λαλεί το ψεύδος, από τα δικά του λαλεί, γιατί είναι ψεύτης και ο πατέρας του ψεύδους. 45 Εγώ, όμως, επειδή λέω την αλήθεια, δε με πιστεύετε. 46 Ποιος από εσάς με ελέγχει για αμαρτία; Αν λέω αλήθεια, γιατί εσείς δε με πιστεύετε; 47 Όποιος είναι από το Θεό ακούει τα λόγια του Θεού. Γι’ αυτό εσείς δεν ακούτε: γιατί δεν είστε από το Θεό».
48 Οι Ιουδαίοι έλαβαν το λόγο και του είπαν: «Εμείς δε λέμε καλά ότι εσύ είσαι Σαμαρείτης και έχεις δαιμόνιο; 49 Αποκρίθηκε ο Ιησούς: «Εγώ δεν έχω δαιμόνιο, αλλά τιμώ τον Πατέρα μου ενώ εσείς με ατιμάζετε. 50 Εγώ όμως δε ζητώ τη δόξα μου· υπάρχει αυτός που τη ζητά και κρίνει. 51 Αλήθεια, αλήθεια σας λέω, αν κάποιος τηρήσει το δικό μου λόγο, δε θα δει θάνατο στον αιώνα». 52 Είπαν λοιπόν σ’ αυτόν οι Ιουδαίοι: «Τώρα έχουμε καταλάβει ότι έχεις δαιμόνιο. Ο Αβραάμ πέθανε, και οι προφήτες, κι εσύ λες: “Αν κάποιος τηρήσει το λόγο μου, δε θα γευτεί θάνατο στον αιώνα”. 53 Μήπως εσύ είσαι μεγαλύτερος από τον πατέρα μας τον Αβραάμ, που πέθανε; Και οι προφήτες πέθαναν. Ποιον κάνεις τον εαυτό σου;» 54 Αποκρίθηκε ο Ιησούς: «Αν εγώ δοξάσω τον εαυτό μου, η δόξα μου δεν είναι τίποτα. Είναι ο Πατέρας μου που με δοξάζει, για τον οποίο εσείς λέτε: “Είναι Θεός μας”. 55 Αλλά δεν τον έχετε γνωρίσει, εγώ όμως τον ξέρω. Κι αν πω ότι δεν τον ξέρω, θα είμαι όμοιος μ’ εσάς ψεύτης. Αλλά τον ξέρω και τηρώ το λόγο του. 56 Ο Αβραάμ ο πατέρας σας αγαλλίασε, επιθυμώντας να δει την ημέρα τη δική μου, και την είδε και χάρηκε». 57 Είπαν λοιπόν οι Ιουδαίοι προς αυτόν: «Ακόμα δεν έχεις συμπληρώσει πενήντα έτη, και έχεις δει τον Αβραάμ;» 58 Τους είπε ο Ιησούς: «Αλήθεια, αλήθεια σας λέω, πριν υπάρξει ο Αβραάμ Εγώ Είμαι». 59 Σήκωσαν τότε λίθους, για να τους ρίξουν πάνω του. Ο Ιησούς όμως κρύφτηκε και εξήλθε από το ναό.
Κεφάλαιον 9
1 Και περπατώντας εκεί κοντά είδε έναν άνθρωπο τυφλό εκ γενετής. 2 Και τον ρώτησαν οι μαθητές του, λέγοντας: «Ραβί, ποιος αμάρτησε, αυτός ή οι γονείς του, ώστε να γεννηθεί τυφλός;» 3 Αποκρίθηκε ο Ιησούς: «Ούτε αυτός αμάρτησε ούτε οι γονείς του. Αλλά για να φανερωθούν τα έργα του Θεού σ’ αυτόν, 4 εμείς πρέπει να κάνουμε τα έργα εκείνου που με έστειλε ωσότου είναι ημέρα. Έρχεται νύχτα που κανείς δε δύναται να εργάζεται. 5 Όσο είμαι στον κόσμο, είμαι φως του κόσμου». 6 Αφού είπε αυτά, έφτυσε χάμω και έκανε πηλό από το πτύελο και επέχρισε τον πηλό στα μάτια του 7 και του είπε: «Πήγαινε, νίψου στην κολυμπήθρα του Σιλωάμ» (που ερμηνεύεται, “Αποσταλμένος”). Έφυγε, λοιπόν, και νίφτηκε και ήρθε βλέποντας. 8 Οι γείτονες, τότε, και εκείνοι που τον έβλεπαν προηγουμένως ότι ήταν ζητιάνος έλεγαν: «Αυτός δεν είναι εκείνος που καθόταν και ζητιάνευε;» 9 Άλλοι έλεγαν: «Αυτός είναι». Άλλοι έλεγαν: «Όχι, αλλά είναι όμοιος με αυτόν». Εκείνος έλεγε: «Εγώ είμαι». 10 Τον ρωτούσαν λοιπόν: «Πώς τότε σου ανοίχτηκαν τα μάτια;» 11 Εκείνος αποκρίθηκε: «Ο άνθρωπος που λέγεται Ιησούς έκανε πηλό και μου επέχρισε τα μάτια και μου είπε: “Πήγαινε στο Σιλωάμ και νίψου”. Όταν πήγα λοιπόν και νίφτηκα, βρήκα το φως μου». 12 Τότε του είπαν: «Πού είναι εκείνος;» Τους λέει: «Δεν ξέρω».
13 Φέρνουν αυτόν προς τους Φαρισαίους, τον άλλοτε τυφλό. 14 Ήταν τότε Σάββατο η ημέρα κατά την οποία ο Ιησούς έκανε τον πηλό και του άνοιξε τα μάτια. 15 Πάλι λοιπόν τον ρωτούσαν και οι Φαρισαίοι πώς βρήκε το φως του. Εκείνος τους είπε: «Πηλό μου έθεσε πάνω στα μάτια, και νίφτηκα και βλέπω». 16 Έλεγαν τότε μερικοί από τους Φαρισαίους: «Δεν είναι από το Θεό αυτός ο άνθρωπος, γιατί το Σάββατο δεν τηρεί». Άλλοι όμως έλεγαν: «Πώς δύναται άνθρωπος αμαρτωλός να κάνει τέτοια θαυματουργικά σημεία;» Και υπήρχε σχίσμα ανάμεσά τους. 17 Λένε τότε πάλι στον τυφλό: «Εσύ τι λες γι’ αυτόν, επειδή σου άνοιξε τα μάτια;» Εκείνος είπε: «Είναι προφήτης». 18 Δεν πίστεψαν, λοιπόν, οι Ιουδαίοι γι’ αυτόν ότι ήταν τυφλός και βρήκε το φως του, ωσότου φώναξαν τους γονείς αυτού που βρήκε το φως του 19 και τους ρώτησαν: «Αυτός είναι ο γιος σας, που εσείς λέτε ότι γεννήθηκε τυφλός; Πώς λοιπόν βλέπει τώρα;» 20 Αποκρίθηκαν τότε οι γονείς του και είπαν: «Ξέρουμε ότι αυτός είναι ο γιος μας και ότι γεννήθηκε τυφλός. 21 Πώς όμως τώρα βλέπει δεν ξέρουμε, ή ποιος του άνοιξε τα μάτια εμείς δεν ξέρουμε. Αυτόν ρωτήστε, έχει ώριμη ηλικία, αυτός θα μιλήσει για τον εαυτό του». 22 Αυτά είπαν οι γονείς του, επειδή φοβούνταν τους Ιουδαίους άρχοντες. Γιατί ήδη είχαν συμφωνήσει οι Ιουδαίοι άρχοντες, αν κάποιος τον ομολογήσει Χριστό, να γίνει αποσυνάγωγος. 23 Γι’ αυτό οι γονείς του είπαν: «Έχει ώριμη ηλικία, αυτόν επερωτήστε». 24 Φώναξαν λοιπόν για δεύτερη φορά τον άνθρωπο που ήταν τυφλός και του είπαν: «Δώσε δόξα στο Θεό· εμείς ξέρουμε ότι αυτός ο άνθρωπος είναι αμαρτωλός». 25 Εκείνος τότε αποκρίθηκε: «Αν είναι αμαρτωλός, δεν ξέρω· ένα ξέρω, ότι ενώ ήμουν τυφλός τώρα βλέπω». 26 Είπαν λοιπόν σ’ αυτόν: «Τι σου έκανε; Πώς σου άνοιξε τα μάτια;» 27 Αποκρίθηκε σ’ αυτούς: «Σας το είπα ήδη και δεν ακούσατε· γιατί πάλι θέλετε να ακούτε; Μήπως κι εσείς θέλετε να γίνετε μαθητές του;» 28 Τότε τον έβρισαν και του είπαν: «Εσύ είσαι μαθητής εκείνου, εμείς όμως είμαστε μαθητές του Μωυσή. 29 Εμείς ξέρουμε ότι στο Μωυσή έχει μιλήσει ο Θεός, αλλά αυτός δεν ξέρουμε από πού είναι». 30 Αποκρίθηκε ο άνθρωπος και τους είπε: «Σ’ αυτό βρίσκεται πράγματι το θαυμαστό σημείο: εσείς δεν ξέρετε από πού είναι, και όμως μου άνοιξε τα μάτια. 31 Ξέρουμε ότι αμαρτωλούς ο Θεός δεν ακούει, αλλά αν κάποιος είναι θεοσεβής και το θέλημά του κάνει, αυτόν ακούει. 32 Από την αρχή του αιώνα δεν ακούστηκε ότι κάποιος άνοιξε τα μάτια σ’ έναν που έχει γεννηθεί τυφλός. 33 Αν δεν ήταν αυτός από το Θεό, δε θα μπορούσε να κάνει τίποτα». 34 Αποκρίθηκαν και του είπαν: «Εσύ γεννήθηκες όλος μέσα σε αμαρτίες, κι εσύ διδάσκεις εμάς;» Και τον πέταξαν έξω.