15 Όταν, λοιπόν, κάποιος από αυτούς που ήταν ξαπλωμένοι μαζί του για να φάνε άκουσε αυτά, του είπε: «Μακάριος όποιος φάει άρτο μέσα στη βασιλεία του Θεού». 16 Εκείνος του είπε: «Κάποιος άνθρωπος έκανε μεγάλο δείπνο, και κάλεσε πολλούς 17 και απέστειλε το δούλο του την ώρα του δείπνου να πει στους καλεσμένους: “Ελάτε, γιατί ήδη είναι [όλα] έτοιμα”. 18 Και άρχισαν με μια γνώμη όλοι να παραιτούνται από την πρόσκληση με δικαιολογίες. Ο πρώτος τού είπε: “Αγόρασα έναν αγρό και έχω ανάγκη να εξέλθω να τον δω· σε παρακαλώ, θεώρησέ με δικαιολογημένο που θ’ απουσιάσω”. 19 Και άλλος είπε: “Αγόρασα πέντε ζεύγη βοδιών και πηγαίνω να τα δοκιμάσω· σε παρακαλώ, θεώρησέ με δικαιολογημένο που θ’ απουσιάσω”. 20 Και άλλος είπε: “Γυναίκα νυμφεύτηκα και γι’ αυτό δε δύναμαι να έρθω”. 21 Και παρουσιάστηκε ο δούλος και ανάγγειλε αυτά στον κύριό του. Τότε οργίστηκε ο οικοδεσπότης και είπε στο δούλο του: “Έξελθε γρήγορα στις πλατείες και στα δρομάκια της πόλης και εισάγαγε εδώ τους φτωχούς και τους ανάπηρους και τους τυφλούς και τους χωλούς”. 22 Και είπε ο δούλος: “Κύριε, έχει γίνει αυτό που διέταξες, και ακόμα υπάρχει τόπος αδειανός”. 23 Και ο Κύριος είπε προς το δούλο: “Έξελθε στις οδούς και στους φράχτες και ανάγκασέ τους να εισέλθουν, για να γεμίσει ο οίκος μου. 24 Γιατί σας λέω ότι κανείς από εκείνους τους άντρες που ήταν καλεσμένοι δε θα γευτεί το δείπνο μου”».
25 Πορεύονταν μαζί του λοιπόν πλήθη πολλά και, αφού στράφηκε, είπε προς αυτούς: 26 «Αν κάποιος έρχεται προς εμένα και δε μισεί το δικό του τον πατέρα και τη μητέρα και τη γυναίκα και τα παιδιά και τους αδελφούς και τις αδελφές και ακόμα και τη δική του την ψυχή, δεν δύναται να είναι μαθητής μου. 27 Όποιος δε βαστάζει το δικό του το σταυρό και έρχεται πίσω μου δεν δύναται να είναι μαθητής μου. 28 Γιατί, ποιος από εσάς, όταν θέλει να οικοδομήσει έναν πύργο, αφού καθίσει, δε λογαριάζει πρώτα τη δαπάνη, για να δει αν έχει χρήματα για την αποτελείωση του έργου; 29 Μην τυχόν συμβεί, αν αυτός θέσει θεμέλιο και αν δεν μπορεί να εκτελέσει το έργο, όλοι όσοι τον βλέπουν να αρχίσουν να τον εμπαίζουν, 30 λέγοντας ότι αυτός ο άνθρωπος άρχισε να οικοδομεί και δεν μπόρεσε να το εκτελέσει. 31 Ή ποιος βασιλιάς, όταν πορεύεται, για να συγκρουστεί σε πόλεμο με άλλο βασιλιά, αφού καθίσει, δε θα σκεφτεί πρώτα αν είναι αρκετά δυνατός με δέκα χιλιάδες στρατιώτες να αντιμετωπίσει αυτόν που έρχεται με είκοσι χιλιάδες εναντίον του; 32 Ειδεμή, βέβαια, ενώ αυτός είναι ακόμα μακριά, αφού αποστείλει πρεσβεία, ρωτά τους όρους προς ειρήνη. 33 Έτσι, λοιπόν, καθένας από εσάς που δεν απαρνιέται όλα τα δικά του υπάρχοντα δε δύναται να είναι μαθητής μου».
34 «Καλό λοιπόν είναι το αλάτι· αν όμως και το αλάτι αλλοιωθεί, με τι θα αρτυστεί; 35 Ούτε για τη γη ούτε για την κοπριά είναι κατάλληλο, έξω το πετούν. Όποιος έχει αυτιά για να ακούει ας ακούει».
Κεφάλαιον 15
1 Τον πλησίαζαν λοιπόν συνεχώς όλοι οι τελώνες και οι αμαρτωλοί, για να τον ακούνε. 2 Και οι Φαρισαίοι και οι γραμματείς γόγγυζαν πολύ, λέγοντας ότι αυτός δέχεται κοντά του αμαρτωλούς και τρώει μαζί τους. 3 Είπε τότε προς αυτούς αυτήν την παραβολή: 4 «Ποιος άνθρωπος από εσάς, που αν έχει εκατό πρόβατα και χάσει ένα από αυτά, δεν εγκαταλείπει τα ενενήντα εννιά στην έρημο και δεν πηγαίνει προς το χαμένο, ωσότου να το βρει; 5 Και όταν το βρει, το θέτει πάνω στους ώμους του χαίροντας 6 και, αφού έρθει στον οίκο του, συγκαλεί τους φίλους και τους γείτονες, λέγοντάς τους: “Συγχαρείτε με, γιατί βρήκα το πρόβατό μου το χαμένο”. 7 Σας λέω ότι έτσι θα γίνει χαρά στον ουρανό για έναν αμαρτωλό που μετανοεί παρά για ενενήντα εννιά δίκαιους οι οποίοι δεν έχουν ανάγκη μετάνοιας».
8 «Ή ποια γυναίκα που έχει δέκα δραχμές, αν χάσει μία δραχμή, δεν ανάβει λύχνο και δε σαρώνει την οικία της και δεν τη ζητά επιμελώς, ωσότου να τη βρει; 9 Και όταν τη βρει, συγκαλεί τις φίλες και τις γειτόνισσες, λέγοντας: “Συγχαρείτε με, γιατί βρήκα τη δραχμή που έχασα”. 10 Έτσι, σας λέω, γίνεται χαρά μπροστά στους αγγέλους του Θεού για έναν αμαρτωλό που μετανοεί».
11 Είπε τότε: «Κάποιος άνθρωπος είχε δύο γιους. 12 Και ο νεότερος από αυτούς είπε στον πατέρα του: “Πατέρα, δώσε μου το μέρος της περιουσίας που μου ανήκει”. Εκείνος διαίρεσε σ’ αυτούς την περιουσία. 13 Και μετά από όχι πολλές ημέρες, αφού τα σύναξε όλα ο νεότερος γιος, αποδήμησε σε χώρα μακρινή και εκεί διασκόρπισε την περιουσία του ζώντας άσωτα. 14 Και όταν αυτός τα δαπάνησε όλα, έγινε ισχυρός λιμός στη χώρα εκείνη, και αυτός άρχισε να στερείται. 15 Και τότε πήγε και προσκολλήθηκε σε έναν από τους πολίτες εκείνης της χώρας, και τον έστειλε στους αγρούς του να βόσκει χοίρους. 16 Και αυτός επιθυμούσε να χορτάσει από τα ξυλοκέρατα που έτρωγαν οι χοίροι, και κανείς δεν του έδινε. 17 Τότε συνήλθε στον εαυτό του και είπε: “Σε πόσους μισθωτούς του πατέρα μου περισσεύουν άρτοι, ενώ εδώ εγώ χάνομαι από λιμό. 18 Αφού σηκωθώ, θα πορευτώ προς τον πατέρα μου και θα του πω: ‘Πατέρα, αμάρτησα στον ουρανό και μπροστά σου, 19 δεν είμαι άξιος πια να ονομαστώ γιος σου· κάνε με όπως έναν από τους μισθωτούς σου’”. 20 Και σηκώθηκε και ήρθε προς το δικό του πατέρα. Ενώ λοιπόν αυτός απείχε ακόμα μακριά, τον είδε ο πατέρας του και τον σπλαχνίστηκε και, αφού έτρεξε, έπεσε πάνω στον τράχηλό του και τον καταφίλησε. 21 Του είπε τότε ο γιος: “Πατέρα, αμάρτησα στον ουρανό και μπροστά σου, δεν είμαι άξιος πια να ονομαστώ γιος σου”. 22 Είπε όμως ο πατέρας προς τους δούλους του: “Γρήγορα, φέρτε έξω την πρώτη στολή και ντύστε τον, και δώστε δαχτυλίδι στο χέρι του και υποδήματα στα πόδια, 23 και φέρτε το καλοθρεμμένο μοσχάρι, σφάξτε το, και να φάμε να ευφρανθούμε, 24 γιατί αυτός ο γιος μου ήταν νεκρός και ξανάζησε, ήταν χαμένος και βρέθηκε”. Και άρχισαν να ευφραίνονται. 25 Ο γιος του ο πρεσβύτερος ήταν τότε στον αγρό. Και καθώς ερχόταν και πλησίασε στην οικία, άκουσε συμφωνίες οργάνων και χορούς 26 και, αφού προσκάλεσε έναν από τους δούλους, ζητούσε να μάθει τι σήμαιναν αυτά. 27 Εκείνος του είπε: “Ο αδελφός σου έχει έρθει, και έσφαξε ο πατέρας σου το μοσχάρι το καλοθρεμμένο, γιατί τον έλαβε πίσω υγιή”. 28 Αυτός τότε οργίστηκε και δεν ήθελε να εισέλθει, αλλά ο πατέρας του εξήλθε και τον παρακαλούσε να μπει μέσα. 29 Εκείνος αποκρίθηκε και είπε στον πατέρα του: “Ιδού, τόσα έτη σε υπηρετώ σαν δούλος και ποτέ δεν παράβηκα εντολή σου, αλλά σ’ εμένα ποτέ δεν έδωσες ένα κατσίκι, για να ευφρανθώ μαζί με τους φίλους μου. 30 Όταν όμως αυτός ο γιος σου ήρθε, που σου κατάφαγε το βιος μαζί με πόρνες, έσφαξες γι’ αυτόν το καλοθρεμμένο μοσχάρι”! 31 Εκείνος του είπε: “Παιδί μου, εσύ πάντοτε είσαι μαζί μου, και όλα τα δικά μου είναι δικά σου. 32 Έπρεπε όμως να ευφρανθούμε και να χαρούμε, γιατί αυτός ο αδελφός σου ήταν νεκρός και έζησε, και χαμένος και βρέθηκε”».
Κεφάλαιον 16