19 Συνεπώς, βασιλιά Αγρίππα, δεν έγινα απειθής στην ουράνια οπτασία, 20 αλλά σ’ αυτούς που είναι στη Δαμασκό, πρώτα, και στα Ιεροσόλυμα και σε όλη τη χώρα της Ιουδαίας και στους εθνικούς ανάγγελλα να μετανοούν και να επιστρέφουν στο Θεό, πράττοντας έργα άξια της μετάνοιας. 21 Εξαιτίας αυτών οι Ιουδαίοι με συνέλαβαν, όταν ήμουν μέσα στο ναό, και προσπαθούσαν να με φονεύσουν. 22 Επιτυγχάνοντας λοιπόν βοήθεια που είναι από το Θεό, μέχρι αυτήν την ημέρα έχω σταθεί, μαρτυρώντας σε μικρούς και μεγάλους τίποτα άλλο εκτός από το να λέω αυτά που και οι προφήτες μίλησαν ότι μέλλουν να γίνουν και ο Μωυσής: 23 σχετικά με το αν έπρεπε να πάθει ο Χριστός, αν πρώτος από την ανάσταση των νεκρών μέλλει να αναγγέλλει φως και στο λαό Ισραήλ και στα έθνη».
24 Αυτά, λοιπόν, ενώ αυτός απολογούνταν, ο Φήστος λέει με μεγάλη τη φωνή: «Είσαι τρελός, Παύλε· τα πολλά γράμματα σε περιστρέφουν στην τρέλα!» 25 Αλλά ο Παύλος λέει: «Δεν είμαι τρελός, εξοχότατε Φήστε, αλλά λόγια αλήθειας και σωφροσύνης διακηρύττω. 26 Γιατί γνωρίζει καλά γι’ αυτά ο βασιλιάς προς τον οποίο και με παρρησία μιλώ, επειδή δεν πιστεύω πως του διαφεύγει τίποτα από αυτά· γιατί δεν έχει πραχτεί αυτό απόμερα σε μια γωνιά. 27 Πιστεύεις, βασιλιά Αγρίππα, στους προφήτες; Ξέρω ότι πιστεύεις». 28 Και ο Αγρίππας λέει προς τον Παύλο: «Λίγο ακόμα και με πείθεις να με κάνεις χριστιανό». 29 Και ο Παύλος λέει: «Θα ευχόμουν στο Θεό και με λίγο και με πολύ, όχι μόνο εσύ, αλλά και όλοι όσοι με ακούν σήμερα να γίνουν τέτοιοι, όποιος και εγώ είμαι, εκτός από τα δεσμά τούτα». 30 Και έτσι σηκώθηκε ο βασιλιάς και ο ηγεμόνας και η Βερνίκη και αυτοί που κάθονταν μαζί τους. 31 Και όταν αναχώρησαν, μιλούσαν ο ένας προς τον άλλο λέγοντας: «Τίποτε άξιο θανάτου ή φυλακής δεν πράττει ο άνθρωπος αυτός». 32 Ο Αγρίππας τότε είπε στο Φήστο: «Θα μπορούσε να είχε απολυθεί ο άνθρωπος αυτός, αν δεν είχε επικαλεστεί τον Καίσαρα».
Κεφάλαιον 27
1 Μόλις λοιπόν αποφασίστηκε να αποπλεύσουμε για την Ιταλία, παράδιναν και τον Παύλο και μερικούς άλλους φυλακισμένους σ’ έναν εκατόνταρχο με το όνομα Ιούλιος της στρατιωτικής μονάδας Σεβαστής. 2 Επιβιβαστήκαμε τότε σ’ ένα πλοίο αδραμυττηνό, που έμελλε να πλέει στους τόπους που είναι απέναντι από την επαρχία της Ασίας, και ανοιχτήκαμε στο πέλαγος, ενώ ήταν μαζί μας ο Αρίσταρχος ο Μακεδόνας, ο Θεσσαλονικέας. 3 Και την άλλη ημέρα κατεβήκαμε στη Σιδώνα. Και ο Ιούλιος συμπεριφέρθηκε φιλάνθρωπα στον Παύλο και του επέτρεψε να πορευτεί προς τους φίλους του, για να τον περιποιηθούν. 4 Και από εκεί ανοιχτήκαμε και πλεύσαμε στα υπήνεμα μέρη της Κύπρου, γιατί οι άνεμοι ήταν ενάντιοι. 5 Και αφού διαπλεύσαμε το πέλαγος που είναι απέναντι από την Κιλικία και από την Παμφυλία, κατεβήκαμε στα Μύρα της Λυκίας. 6 Και εκεί βρήκε ο εκατόνταρχος πλοίο αλεξανδρινό που έπλεε για την Ιταλία και μας επιβίβασε μέσα σ’ αυτό. 7 Για αρκετές λοιπόν ημέρες πλέαμε με βραδύτητα και μόλις και μετά βίας φτάσαμε απέναντι από την Κνίδο και, επειδή δε μας άφηνε ο άνεμος περισσότερο να πλησιάσουμε, πλεύσαμε στα υπήνεμα μέρη της Κρήτης απέναντι από το ακρωτήριο Σαλμώνη. 8 Και μόλις και μετά βίας την παραπλεύσαμε και ήρθαμε σε κάποιον τόπο που καλείται ‘Καλοί Λιμένες’, στον οποίο ήταν κοντά η πόλη Λασαία. 9 Τότε, επειδή είχε περάσει αρκετός χρόνος και επειδή ήταν ήδη επισφαλής η πλεύση, γιατί και η Νηστεία ήδη είχε παρέλθει, τους παρότρυνε ο Παύλος 10 λέγοντάς τους: «Άντρες, βλέπω ότι η πλεύση μέλλει να γίνει με κακοπάθεια και με πολλή ζημιά, όχι μόνο στο φορτίο και στο πλοίο, αλλά και στις ζωές μας». 11 Ο εκατόνταρχος, όμως, πειθόταν περισσότερο στον κυβερνήτη και στο ναύκληρο παρά στα λεγόμενα του Παύλου. 12 Και επειδή το λιμάνι ήταν ακατάλληλο για να παραχειμάσουν, οι περισσότεροι έλαβαν την απόφαση να ανοιχτούν από εκεί στο πέλαγος, μήπως μπορέσουν να καταφτάσουν στο Φοίνικα για να παραχειμάσουν, ένα λιμάνι της Κρήτης που βλέπει απέναντι στον άνεμο Λίβα και απέναντι στο άνεμο Χώρο.
13 Και όταν έπνευσε ελαφρά νοτιάς, νόμισαν πως μπορούσαν να πραγματοποιήσουν την πρόθεσή τους και, αφού σήκωσαν την άγκυρα, παράπλεαν την Κρήτη. 14 Αλλά μετά από λίγο ρίχτηκε εναντίον της Κρήτης ένας άνεμος τυφωνικός, που καλείται Ευρακύλων. 15 Επειδή λοιπόν αρπάχτηκε μαζί του το πλοίο και δεν μπορούσε να αντισταθεί στον άνεμο, αφεθήκαμε και φερόμασταν από αυτόν. 16 Και αφού τρέξαμε πλέοντας κάτω από ένα νησάκι που καλείται Καύδα, μπορέσαμε μόλις και μετά βίας να γίνουμε κύριοι της σωσίβιας λέμβου. 17 Αυτήν τη σήκωσαν και χρησιμοποιούσαν βοηθητικά μέσα ζώνοντας με σχοινιά από κάτω το πλοίο και, επειδή φοβούνταν μην ξεπέσουν στη Σύρτη, κατέβασαν τα πανιά και έτσι περιφέρονταν. 18 Και επειδή πιεζόμασταν εμείς σφοδρά από την τρικυμία, την επόμενη ημέρα έριξαν έξω μέρος του φορτίου 19 και την τρίτη ημέρα με τα ίδια τους τα χέρια έριξαν τα σκεύη του πλοίου. 20 Και επειδή μήτε ήλιος μήτε άστρα δε φαίνονταν για περισσότερες ημέρες, και επειδή βρισκόταν πάνω μας όχι λίγη κακοκαιρία, γι’ αυτό λοιπόν μας αφαιρέθηκε κάθε ελπίδα τού να σωζόμαστε. 21 Και καθώς υπήρχε πολλή ασιτία, τότε στάθηκε ο Παύλος στο μέσο αυτών και είπε: «Έπρεπε βέβαια, ω άντρες, να πειθαρχήσετε σ’ εμένα και να μην ανοιχτείτε στο πέλαγος από την Κρήτη, για να αποφεύγατε την τρικυμία αυτήν και τη ζημιά. 22 Αλλά τώρα σας προτρέπω να ευθυμείτε· γιατί καμιά απώλεια ζωής δε θα υπάρχει από εσάς, εκτός από την απώλεια του πλοίου. 23 Γιατί αυτήν τη νύχτα μού παρουσιάστηκε άγγελος του Θεού στον οποίο ανήκω εγώ, τον οποίο και λατρεύω, 24 λέγοντας: “Μη φοβάσαι, Παύλε, στον Καίσαρα πρέπει να παρουσιαστείς, και ιδού, σου έχει χαρίσει ο Θεός όλους εκείνους που πλέουν μαζί σου”. 25 Γι’ αυτό ευθυμείτε, άντρες, γιατί πιστεύω στο Θεό ότι έτσι θα γίνει, κατ’ αυτόν τον τρόπο που μου έχει λαληθεί. 26 Σε κάποιο νησί όμως πρέπει εμείς να ξεπέσουμε». 27 Μόλις λοιπόν ήρθε η δέκατη τέταρτη νύχτα που περιφερόμασταν μέσα στο Αδριατικό πέλαγος, κατά τα μεσάνυχτα οι ναύτες υποψιάστηκαν ότι πλησιάζουν σε κάποια στεριά. 28 Τότε βόλισαν και βρήκαν είκοσι οργιές, και αφού προχώρησαν λίγο, και πάλι βόλισαν και βρήκαν δεκαπέντε οργιές. 29 Και επειδή φοβόμασταν μην ξεπέσουμε κάπου σε τραχιούς τόπους, από την πρύμη έριξαν τέσσερις άγκυρες και εύχονταν να γίνει ημέρα. 30 Και επειδή οι ναύτες ζητούσαν να φύγουν από το πλοίο και κατέβασαν τη σωσίβια λέμβο στη θάλασσα με την πρόφαση πως δήθεν από την πλώρη έμελλαν να ρίξουν άγκυρες, 31 είπε ο Παύλος στον εκατόνταρχο και στους στρατιώτες: «Αν αυτοί δε μείνουν μέσα στο πλοίο, εσείς δε δύναστε να σωθείτε». 32 Τότε απέκοψαν οι στρατιώτες τα σχοινιά της λέμβου και την άφησαν να πέσει έξω. 33 Και μέχρις ότου να ξημερώσει, ο Παύλος τους παρακαλούσε όλους να λάβουν τροφή, λέγοντας: «Σήμερα είναι η δέκατη τέταρτη ημέρα που νηστικοί διατελείτε περιμένοντας, και τίποτα δε λάβατε. 34 Γι’ αυτό σας παρακαλώ να λάβετε τροφή· γιατί αυτό είναι για τη δική σας σωτηρία, επειδή σε κανέναν από εσάς δε θα χαθεί ούτε τρίχα από το κεφάλι του». 35 Και αφού είπε αυτά και έλαβε άρτο, ευχαρίστησε το Θεό μπροστά σε όλους και έκοψε με τα χέρια και άρχισε να τρώει. 36 Τότε εύθυμοι έγιναν όλοι και προσέλαβαν και αυτοί τροφή. 37 Όλες οι ψυχές μέσα στο πλοίο ήμασταν τότε διακόσιες εβδομήντα έξι. 38 Όταν λοιπόν χόρτασαν τροφή, ελάφρυναν το πλοίο, ρίχνοντας έξω το σιτάρι στη θάλασσα.