Παράλαβαν λοιπόν τον Ιησού, 17 και βαστάζοντας στον εαυτό του το σταυρό, εξήλθε από την πόλη στο λεγόμενο “Κρανίου Τόπο”, που λέγεται εβραϊκά “Γολγοθά”, 18 όπου τον σταύρωσαν, και μαζί του άλλους δύο, δώθε και κείθε, και στο μέσο τον Ιησού. 19 Ο Πιλάτος έγραψε τότε και μια επιγραφή και την έθεσε πάνω από το σταυρό. Και ήταν γραμμένο: “Ιησούς ο Ναζωραίος, ο βασιλιάς των Ιουδαίων”. 20 Αυτή, λοιπόν, την επιγραφή διάβασαν πολλοί από τους Ιουδαίους, γιατί ήταν κοντά στην πόλη ο τόπος όπου σταυρώθηκε ο Ιησούς. Και ήταν γραμμένη εβραϊκά, ρωμαϊκά, ελληνικά. 21 Έλεγαν λοιπόν στον Πιλάτο οι αρχιερείς των Ιουδαίων: «Να μη γράφεις, “Ο βασιλιάς των Ιουδαίων”, αλλά ότι “Εκείνος είπε: Βασιλιάς είμαι των Ιουδαίων”». 22 Αποκρίθηκε ο Πιλάτος: «Ό,τι έχω γράψει, έχω γράψει». 23 Οι στρατιώτες, λοιπόν, όταν σταύρωσαν τον Ιησού, έλαβαν τα ιμάτιά του και τα έκαναν τέσσερα μέρη, για κάθε στρατιώτη ένα μέρος, και το χιτώνα. Και ήταν ο χιτώνας χωρίς ραφή, από πάνω ως κάτω υφαντός ολόκληρος. 24 Είπαν λοιπόν μεταξύ τους: «Ας μην τον σκίσουμε, αλλά ας ρίξουμε λαχνό γι’ αυτόν να δούμε ποιανού θα είναι» – για να εκπληρωθεί η Γραφή που λέει: Διαμοιράστηκαν τα ιμάτιά μου μεταξύ τους και πάνω στον ιματισμό μου έριζαν κλήρο. Αφενός, λοιπόν, οι στρατιώτες έκαναν αυτά. 25 Αφετέρου είχαν σταθεί κοντά στο σταυρό του Ιησού η μητέρα του και η αδελφή της μητέρας του, η Μαρία η γυναίκα του Κλωπά, και η Μαρία η Μαγδαληνή. 26 Ο Ιησούς, τότε, όταν είδε τη μητέρα του και το μαθητή που αγαπούσε να έχει σταθεί εκεί κοντά, λέει στη μητέρα του: «Γυναίκα, να ο γιος σου». 27 Έπειτα λέει στο μαθητή: «Να η μητέρα σου». Και από εκείνη την ώρα έλαβε αυτήν ο μαθητής στην οικία του.
28 Μετά από αυτό, επειδή ήξερε ο Ιησούς ότι ήδη όλα έχουν τελεστεί, για να εκπληρωθεί η Γραφή, λέει: «Διψώ». 29 Ένα σκεύος ήταν τοποθετημένο εκεί γεμάτο ξίδι. Αφού, λοιπόν, έθεσαν ένα σφουγγάρι γεμάτο με το ξίδι γύρω σ’ ένα κλαδί από ύσσωπο, το πρόσφεραν στο στόμα του. 30 Όταν τότε έλαβε το ξίδι, ο Ιησούς είπε: «Τετέλεσται». Και αφού έγειρε το κεφάλι, παράδωσε το πνεύμα.
31 Τότε οι Ιουδαίοι, επειδή ήταν ημέρα προπαρασκευής του Πάσχα, για να μη μείνουν πάνω στο σταυρό τα σώματα το Σάββατο, επειδή ήταν μεγάλη η ημέρα εκείνου του Σαββάτου, παρακάλεσαν τον Πιλάτο να τους σπάσουν τα σκέλη και να τους πάρουν από εκεί. 32 Ήρθαν λοιπόν οι στρατιώτες, και αφενός του πρώτου έσπασαν τα σκέλη όπως και του άλλου που σταυρώθηκε μαζί του. 33 Στον Ιησού, όμως, όταν ήρθαν, μόλις είδαν ότι αυτός είχε ήδη πεθάνει, δεν έσπασαν τα σκέλη του, 34 αλλά ένας από τους στρατιώτες τρύπησε με λόγχη την πλευρά του, και εξήλθε ευθύς αίμα και νερό. 35 Και εκείνος που το έχει δει έχει μαρτυρήσει, και αληθινή είναι η μαρτυρία του, και εκείνος ξέρει ότι λέει αληθινά πράγματα, για να πιστέψετε κι εσείς. 36 Επειδή έγιναν αυτά, για να εκπληρωθεί η Γραφή: Οστό του δε θα συντριφτεί. 37 Και πάλι άλλο μέρος της Γραφής λέει: Θα δουν αυτόν που κέντησαν.
38 Και μετά από αυτά, παρακάλεσε τον Πιλάτο ο Ιωσήφ που ήταν από την Αριμαθαία, ο οποίος ήταν μαθητής του Ιησού, αλλά κρυφός για το φόβο των Ιουδαίων, να πάρει το σώμα του Ιησού. Και το επέτρεψε ο Πιλάτος. Ήρθε, λοιπόν, και πήρε το σώμα του. 39 Ήρθε τότε και ο Νικόδημος, που είχε έρθει προς αυτόν νύχτα την πρώτη φορά, και έφερε μείγμα από σμύρνα και αλόη περίπου τριάντα πέντε κιλά. 40 Έλαβαν, λοιπόν, το σώμα του Ιησού και το έδεσαν με επιδέσμους μαζί με τα αρώματα, καθώς είναι έθιμο στους Ιουδαίους να ενταφιάζουν. 41 Και υπήρχε κήπος στον τόπο όπου σταυρώθηκε, και στον κήπο ήταν ένα καινούργιο μνήμα μέσα στο οποίο ποτέ κανείς δεν ήταν τοποθετημένος. 42 Εκεί λοιπόν έθεσαν τον Ιησού, γιατί ήταν ημέρα προπαρασκευής του Πάσχα των Ιουδαίων, επειδή το μνήμα ήταν κοντά.
Κεφάλαιον 20
1 Και την πρώτη ημέρα μετά το Σάββατο η Μαρία η Μαγδαληνή έρχεται πρωί στο μνήμα, ενώ ήταν ακόμα σκοτάδι, και βλέπει το λίθο σηκωμένο από το μνήμα. 2 Τρέχει, λοιπόν, και έρχεται προς το Σίμωνα Πέτρο και προς τον άλλο μαθητή που αγαπούσε ο Ιησούς, και τους λέει: «Πήραν τον Κύριο από το μνήμα και δεν ξέρουμε πού τον έθεσαν». 3 Εξήλθε τότε ο Πέτρος και ο άλλος μαθητής και έρχονταν στο μνήμα. 4 Έτρεχαν, λοιπόν, και οι δυο μαζί. Αλλά ο άλλος μαθητής έτρεξε μπροστά ταχύτερα από τον Πέτρο και ήρθε πρώτος στο μνήμα 5 και, αφού έσκυψε, βλέπει να βρίσκονται κάτω οι επίδεσμοι, δεν εισήλθε όμως. 6 Έρχεται τότε και ο Σίμωνας Πέτρος, που τον ακολουθούσε, και εισήλθε στο μνήμα. Και βλέπει τους επιδέσμους να βρίσκονται κάτω, 7 και το μαντίλι, που ήταν πάνω στο κεφάλι του, να μη βρίσκεται κάτω μαζί με τους επιδέσμους, αλλά χωριστά τυλιγμένο σε ένα μέρος. 8 Τότε, λοιπόν, εισήλθε και ο άλλος μαθητής που ήρθε πρώτος στο μνήμα, και είδε και πίστεψε. 9 Γιατί δεν είχαν ακόμη καταλάβει τη Γραφή, ότι αυτός πρέπει από τους νεκρούς να αναστηθεί. 10 Έφυγαν τότε πάλι για την οικία τους οι μαθητές.
11 Η Μαρία, όμως, είχε σταθεί κοντά στο μνήμα, κλαίγοντας έξω. Καθώς λοιπόν έκλαιγε, έσκυψε κάτω στο μνήμα 12 και βλέπει δυο αγγέλους στα λευκά καθισμένους, έναν προς το μέρος της κεφαλής και έναν προς το μέρος των ποδιών, όπου ήταν τοποθετημένο το σώμα του Ιησού. 13 Τότε εκείνοι της λένε: «Γυναίκα, τι κλαις;» Τους απαντά: «Πήραν τον Κύριό μου και δεν ξέρω πού τον έθεσαν». 14 Όταν είπε αυτά, στράφηκε προς τα πίσω και βλέπει τον Ιησού να έχει σταθεί, αλλά δεν κατάλαβε ότι είναι ο Ιησούς. 15 Της λέει ο Ιησούς: «Γυναίκα, τι κλαις; Ποιον ζητάς;» Εκείνη, επειδή νόμιζε ότι είναι ο κηπουρός, του λέει: «Κύριε, αν εσύ τον βάσταξες, πες μου πού τον έθεσες κι εγώ θα τον πάρω». 16 Λέει σ’ αυτήν ο Ιησούς: «Μαριάμ!» Στράφηκε εκείνη και του λέει εβραϊκά: «Ραββουνί!» (που λέγεται “Δάσκαλε”). 17 Της λέει ο Ιησούς: «Μη με κρατάς, γιατί δεν έχω ανεβεί ακόμα προς τον Πατέρα. Πήγαινε όμως προς τους αδελφούς μου και πες τους: “Ανεβαίνω προς τον Πατέρα μου και Πατέρα σας, και Θεό μου και Θεό σας”». 18 Έρχεται η Μαρία η Μαγδαληνή και αναγγέλλει στους μαθητές: «Έχω δει τον Κύριο!», και αυτά που της είπε.
19 Ενώ λοιπόν ήταν βράδυ την ημέρα εκείνη, την πρώτη μετά το Σάββατο, και ενώ οι θύρες ήταν κλεισμένες εκεί όπου ήταν οι μαθητές για το φόβο των Ιουδαίων, ήρθε ο Ιησούς και στάθηκε στο μέσο και τους λέει: «Ειρήνη σ’ εσάς». 20 Και αφού είπε αυτό, έδειξε τα χέρια και την πλευρά του σ’ αυτούς. Χάρηκαν τότε οι μαθητές, όταν είδαν τον Κύριο. 21 Τους είπε λοιπόν πάλι ο Ιησούς: «Ειρήνη σ’ εσάς· καθώς με έχει αποστείλει ο Πατέρας κι εγώ στέλνω εσάς». 22 Και όταν είπε αυτό, φύσηξε στο πρόσωπό τους και τους λέει: «Λάβετε Πνεύμα Άγιο. 23 Αν σε κάποιους αφήσετε τις αμαρτίες, έχουν αφεθεί σ’ αυτούς, αν σε κάποιους τις κρατάτε, έχουν κρατηθεί».