Ήταν λοιπόν μαζί με τους μαθητές στη Δαμασκό μερικές ημέρες 20 και αμέσως στις συναγωγές κήρυττε τον Ιησού, ότι αυτός είναι ο Υιός του Θεού. 21 Έμεναν εκστατικοί τότε όλοι όσοι άκουγαν και έλεγαν: «Δεν είναι αυτός εκείνος που κατάτρεξε στην Ιερουσαλήμ αυτούς που επικαλούνται το όνομα τούτο, και εδώ γι? αυτό δεν έχει έρθει, για να τους οδηγήσει δεμένους στους αρχιερείς;» 22 Αλλά ο Σαύλος περισσότερο ενδυναμωνόταν και προκαλούσε σύγχυση στους Ιουδαίους που κατοικούσαν στη Δαμασκό, αποδείχνοντας ότι αυτός είναι ο Χριστός.
23 Και καθώς συμπληρώνονταν αρκετές ημέρες, έκαναν συμβούλιο οι Ιουδαίοι και αποφάσισαν να τον σκοτώσουν. 24 Έγινε γνωστή όμως στον Παύλο η επιβουλή τους. Παρατηρούσαν τότε και τις πύλες ημέρα και νύχτα, για να τον σκοτώσουν. 25 Αφού τον πήραν τότε νύχτα οι μαθητές, διαμέσου του τείχους τον κατέβασαν, χαμηλώνοντας αυτόν μέσα σ? ένα μεγάλο καλάθι.
26 Και όταν ήρθε στη Ιερουσαλήμ, προσπαθούσε να προσκολληθεί στους μαθητές, αλλά όλοι τον φοβούνταν, μην πιστεύοντας ότι είναι μαθητής. 27 Ο Βαρνάβας, όμως, αφού τον πήρε, τον οδήγησε προς τους αποστόλους και τους διηγήθηκε πώς κατά τη οδό είδε τον Κύριο και ότι του μίλησε, και πώς στη Δαμασκό μιλούσε με παρρησία στο όνομα του Ιησού. 28 Και μαζί τους έμπαινε και έβγαινε στην Ιερουσαλήμ συνεχώς, μιλώντας με παρρησία στο όνομα του Κυρίου, 29 και μιλούσε και συζητούσε με τους Ελληνιστές, εκείνοι όμως επιχειρούσαν να τον σκοτώσουν. 30 Επειδή λοιπόν το έμαθαν οι αδελφοί, τον κατέβασαν στην Καισάρεια και τον έστειλαν μακριά στην Ταρσό. 31 Πράγματι, λοιπόν, η εκκλησία σε όλη την Ιουδαία και τη Γαλιλαία και τη Σαμάρεια είχε ειρήνη, ενώ οικοδομούνταν και πορευόταν με το φόβο του Κυρίου, και πλήθαινε με την ενθάρρυνση του Αγίου Πνεύματος.
32 Συνέβηκε τότε, όταν ο Πέτρος περνούσε από όλα τα μέρη, να κατεβεί και προς τους αγίους που κατοικούσαν στη Λύδδα. 33 Βρήκε λοιπόν εκεί κάποιον άνθρωπο με το όνομα Αινέας, που από οχτώ έτη ήταν κατάκοιτος πάνω σ’ ένα κρεβάτι, ο οποίος ήταν παράλυτος. 34 Και του είπε ο Πέτρος: «Αινέα, σε γιατρεύει ο Ιησούς Χριστός· σήκω και στρώσε για τον εαυτό σου». Και αμέσως σηκώθηκε. 35 Και τον είδαν όλοι όσοι κατοικούσαν στη Λύδδα και στο Σάρωνα, οι οποίοι επέστρεψαν στον Κύριο.Η ανάσταση της Δορκάδας
36 Στην Ιόππη ήταν τότε κάποια μαθήτρια με το όνομα Ταβιθά, που διερμηνεύοντάς το λέγεται “Δορκάδα”. Αυτή ήταν πλήρης από έργα αγαθά και ελεημοσύνες που έκανε. 37 Συνέβηκε, τότε, κατά τις ημέρες εκείνες αυτή να ασθενήσει και να πεθάνει. Την έλουσαν, λοιπόν, και την έθεσαν στο υπερώο. 38 Και επειδή η Λύδδα ήταν κοντά στη Ιόππη, όταν οι μαθητές άκουσαν ότι ο Πέτρος είναι σ’ αυτήν, απέστειλαν δύο άντρες προς αυτόν παρακαλώντας τον: «Μην αργήσεις να περάσεις ως εμάς». 39 Σηκώθηκε τότε ο Πέτρος και ήρθε μαζί τους. Όταν αυτός παρουσιάστηκε, τον ανέβασαν στο υπερώο και στάθηκαν κοντά του όλες οι χήρες κλαίγοντας και επιδείχνοντας χιτώνες και ρούχα, όσα έκανε όταν ήταν μαζί τους η Δορκάδα. 40 Αφού έβγαλε λοιπόν έξω όλους ο Πέτρος και έπεσε στα γόνατα, προσευχήθηκε και, αφού στράφηκε πίσω προς το σώμα, είπε: «Ταβιθά, αναστήσου». Εκείνη άνοιξε τα μάτια της και, όταν είδε τον Πέτρο, ανακάθισε. 41 Έδωσε τότε σ’ αυτήν το χέρι και τη σήκωσε· και αφού φώναξε τους αγίους και τις χήρες, την παρουσίασε ζωντανή. 42 Έγινε λοιπόν γνωστό σε όλη την Ιόππη και πίστεψαν πολλοί στον Κύριο. 43 Συνέβηκε τότε να μείνει αρκετές ημέρες στην Ιόππη στην κατοικία κάποιου Σίμωνα βυρσοδέψη.
Κεφάλαιον 10
1 Κάποιος άντρας λοιπόν στην Καισάρεια με το όνομα Κορνήλιος, εκατόνταρχος από τη στρατιωτική μονάδα που καλείται Ιταλική, 2 ευσεβής και φοβούμενος το Θεό μαζί με όλο τον οίκο του, που έκανε ελεημοσύνες πολλές στο λαό και δεόταν στο Θεό διαπαντός, 3 είδε σε όραμα φανερά την ημέρα, περίπου γύρω στις τρεις η ώρα το απόγευμα, έναν άγγελο του Θεού που εισήλθε προς αυτόν και του είπε: «Κορνήλιε». 4 Εκείνος τον ατένισε και γεμάτος φόβο είπε: «Τι είναι, Κύριε;» Είπε τότε σ’ αυτόν: «Οι προσευχές σου και οι ελεημοσύνες σου ανέβηκαν προς μνημόνευση μπροστά στο Θεό. 5 Και τώρα, στείλε άντρες στην Ιόππη και προσκάλεσε κάποιο Σίμωνα, που επικαλείται Πέτρος. 6 Αυτός φιλοξενείται στην κατοικία κάποιου Σίμωνα βυρσοδέψη, που έχει οικία δίπλα στη θάλασσα». 7 Μόλις λοιπόν έφυγε ο άγγελος που του μιλούσε, φώναξε δύο από τους υπηρέτες του και ένα στρατιώτη ευσεβή που παράμεναν κοντά του 8 και, αφού τους τα εξήγησε όλα, τους απέστειλε στην Ιόππη. 9 Και την επόμενη ημέρα, ενώ εκείνοι οδοιπορούσαν και πλησίαζαν στην πόλη, ανέβηκε ο Πέτρος στο δώμα να προσευχηθεί γύρω στις δώδεκα η ώρα το μεσημέρι. 10 Πείνασε όμως πολύ και ήθελε να γευτεί κάτι. Ενώ λοιπόν αυτοί παρασκεύαζαν το γεύμα, ήρθε πάνω του έκσταση 11 και βλέπει τον ουρανό ανοιγμένο και να κατεβαίνει κάποιο σκεύος σαν σεντόνι μεγάλο και από τις τέσσερις άκρες του να χαμηλώνει πάνω στη γη, 12 μέσα στο οποίο υπήρχαν όλα τα τετράποδα και τα ερπετά της γης και τα πετεινά του ουρανού. 13 Και ήρθε φωνή προς αυτόν: «Σήκω, Πέτρο, σφάξε και φάε». 14 Αλλά ο Πέτρος είπε: «Με κανέναν τρόπο, Κύριε, γιατί ποτέ δεν έφαγα τίποτα μολυσμένο και ακάθαρτο». 15 Και φωνή πάλι, για δεύτερη φορά, ήρθε προς αυτόν: «Αυτά που ο Θεός καθάρισε, εσύ μην τα θεωρείς ακάθαρτα». 16 Και αυτό έγινε για τρεις φορές και ευθύς αναλήφτηκε το σκεύος στον ουρανό. 17 Καθώς λοιπόν μέσα του απορούσε πολύ ο Πέτρος, τι μπορούσε να σημαίνει το όραμα που είδε, ιδού οι άντρες οι αποσταλμένοι από τον Κορνήλιο, που ρώτησαν ακριβώς για την οικία του Σίμωνα και στάθηκαν μπροστά στην πύλη. 18 Και αφού φώναξαν, ζητούσαν να μάθουν αν ο Σίμωνας που επικαλείται Πέτρος φιλοξενείται εδώ. 19 Ενώ λοιπόν ο Πέτρος αναλογιζόταν συνεχώς για το όραμα, του είπε το Πνεύμα: «Ιδού, τρεις άντρες που σε ζητούν. 20 Αλλά σήκω, κατέβα και πήγαινε μαζί τους, χωρίς καθόλου να διστάζεις, γιατί εγώ τους έχω αποστείλει». 21 Κατέβηκε τότε ο Πέτρος προς τους άντρες και είπε: «Ιδού, εγώ είμαι αυτός που ζητάτε· ποια η αιτία για την οποία παρευρίσκεστε;» 22 Εκείνοι είπαν: «Ο Κορνήλιος ο εκατόνταρχος, άντρας δίκαιος και φοβούμενος το Θεό, και που μαρτυρείται έτσι από όλο το έθνος των Ιουδαίων, προστάχτηκε από έναν άγιο άγγελο να στείλει να σε προσκαλέσει στον οίκο του και να ακούσει λόγια από εσένα». 23 Αφού τους κάλεσε μέσα, λοιπόν, τους φιλοξένησε. Και την επόμενη ημέρα σηκώθηκε και εξήλθε μαζί τους, και μερικοί από τους αδελφούς που ήταν από την Ιόππη ήρθαν μαζί του. 24 Και την άλλη ημέρα, εισήλθε στην Καισάρεια. Ο Κορνήλιος, λοιπόν, τους προσδοκούσε συνεχώς και συγκάλεσε τους συγγενείς του και τους στενούς φίλους του. 25 Μόλις λοιπόν συνέβηκε να εισέλθει ο Πέτρος, τον συνάντησε ο Κορνήλιος, έπεσε στα πόδια του και προσκύνησε. 26 Αλλά ο Πέτρος τον σήκωσε λέγοντας: «Σήκω· και εγώ ο ίδιος είμαι άνθρωπος». 27 Και συνομιλώντας μ’ αυτόν εισήλθε και βρίσκει πολλούς να έχουν συγκεντρωθεί. 28 Και είπε προς αυτούς: «Εσείς γνωρίζετε καλά πως είναι αθέμιτο σε άντρα Ιουδαίο να προσκολλάται ή να προσέρχεται σε αλλόφυλο. Αλλά σ’ εμένα ο Θεός έδειξε κανέναν άνθρωπο να μη λέω μολυσμένο ή ακάθαρτο. 29 Γι’ αυτό και αναντίρρητα ήρθα, όταν έστειλαν να με προσκαλέσουν. Ζητώ λοιπόν να μάθω για ποιο λόγο στείλατε να με προσκαλέσουν;» 30 Και ο Κορνήλιος είπε: «Πριν από τέσσερις ημέρες, από το πρωί μέχρι αυτήν την ώρα στις τρεις το απόγευμα προσευχόμουν συνεχώς στον οίκο μου. Και ιδού, ένας άντρας στάθηκε μπροστά μου με ένδυμα λαμπρό 31 και μου λέει: “Κορνήλιε, εισακούστηκε η προσευχή σου και οι ελεημοσύνες σου μνημονεύτηκαν μπροστά στο Θεό. 32 Στείλε λοιπόν στην Ιόππη και προσκάλεσε το Σίμωνα που επικαλείται Πέτρος. Αυτός φιλοξενείται στην οικία του Σίμωνα του βυρσοδέψη δίπλα στη θάλασσα”. 33 Αμέσως λοιπόν έστειλα προς εσένα, κι εσύ καλά έκανες που ήρθες. Τώρα, λοιπόν, όλοι εμείς μπροστά στο Θεό παρευρισκόμαστε, για να ακούσουμε όλα όσα σου είναι προσταγμένα από τον Κύριο».