17 Όταν ήρθε λοιπόν ο Ιησούς, τον βρήκε ήδη τέσσερις ημέρες να έχει στο μνήμα. 18 Και η Βηθανία ήταν κοντά στα Ιεροσόλυμα σε απόσταση μικρότερη από τρία χιλιόμετρα. 19 Και πολλοί από τους Ιουδαίους είχαν έρθει προς τη Μάρθα και τη Μαρία, για να τις παρηγορήσουν για τον αδελφό τους. 20 Η Μάρθα, λοιπόν, μόλις άκουσε ότι ο Ιησούς έρχεται, τον προϋπάντησε, αλλά η Μαρία καθόταν μέσα στον οίκο. 21 Είπε τότε η Μάρθα προς τον Ιησού: «Κύριε, αν ήσουν εδώ, δε θα πέθαινε ο αδελφός μου. 22 Αλλά και τώρα ξέρω ότι όσα ζητήσεις από το Θεό, θα σου τα δώσει ο Θεός». 23 Της λέει ο Ιησούς: «Θα αναστηθεί ο αδελφός σου». 24 Του λέει η Μάρθα: «Ξέρω ότι θα αναστηθεί κατά την ανάσταση, την έσχατη ημέρα». 25 Της είπε ο Ιησούς: «Εγώ είμαι η ανάσταση και η ζωή. Όποιος πιστεύει σ’ εμένα κι αν πεθάνει θα ζήσει, 26 και καθένας που ζει και πιστεύει σ’ εμένα δε θα πεθάνει στον αιώνα. Το πιστεύεις αυτό;» 27 Του λέει: «Ναι, Κύριε. Εγώ έχω πιστέψει ότι εσύ είσαι ο Χριστός, ο Υιός του Θεού, ο ερχόμενος στον κόσμο».
28 Και όταν είπε αυτό, έφυγε και φώναξε τη Μαρία την αδελφή της κρυφά και της είπε: «Ο δάσκαλος είναι εδώ και σε φωνάζει». 29 Εκείνη τότε, μόλις το άκουσε, σηκώθηκε γρήγορα και ερχόταν προς αυτόν. 30 Ακόμα, λοιπόν, ο Ιησούς δεν είχε έρθει στο χωριό, αλλά ήταν ακόμα στον τόπο όπου τον προϋπάντησε η Μάρθα. 31 Οι Ιουδαίοι, τότε, που ήταν μαζί της στην οικία και την παρηγορούσαν, όταν είδαν τη Μαρία ότι γρήγορα σηκώθηκε και εξήλθε, την ακολούθησαν, επειδή νόμισαν ότι πηγαίνει στο μνήμα, για να κλάψει εκεί. 32 Η Μαρία, λοιπόν, μόλις ήρθε εκεί όπου ήταν ο Ιησούς, όταν τον είδε, έπεσε μπροστά στα πόδια του και του λέει: «Κύριε, αν ήσουν εδώ, δε θα μου πέθαινε ο αδελφός». 33 Ο Ιησούς, τότε, καθώς την είδε να κλαίει και τους Ιουδαίους που ήρθαν μαζί της να κλαίνε, αναστέναξε στο πνεύμα του και ταράχτηκε 34 και είπε: «Πού τον έχετε θέσει;» Του λένε: «Κύριε, έλα και δες». 35 Δάκρυσε ο Ιησούς. 36 Έλεγαν λοιπόν οι Ιουδαίοι: «Δες πώς τον αγαπούσε». 37 Μερικοί όμως από αυτούς είπαν: «Δεν μπορούσε αυτός, που άνοιξε τα μάτια του τυφλού, να κάνει ώστε και αυτός να μην πεθάνει;» 38 Ο Ιησούς, λοιπόν, πάλι αφού αναστέναξε μέσα του, έρχεται στο μνήμα. Και εκείνο ήταν σπήλαιο, και ένας λίθος βρισκόταν πάνω του στην είσοδο.
39 Λέει ο Ιησούς: «Σηκώστε το λίθο». Του λέει η αδελφή του πεθαμένου, η Μάρθα: «Κύριε, ήδη μυρίζει, γιατί είναι η τέταρτη ημέρα που πέθανε». 40 Της λέει ο Ιησούς: «Δε σου είπα ότι, αν πιστέψεις, θα δεις τη δόξα του Θεού;» 41 Σήκωσαν λοιπόν το λίθο. Τότε ο Ιησούς σήκωσε τους οφθαλμούς του επάνω και είπε: «Πατέρα, σε ευχαριστώ γιατί με άκουσες. 42 Εγώ βέβαια ήξερα ότι πάντα με ακούς, αλλά για το πλήθος που έχει σταθεί γύρω το είπα, για να πιστέψουν ότι εσύ με απέστειλες». 43 Και αφού είπε αυτά, με μεγάλη φωνή κραύγασε: «Λάζαρε, βγες έξω». 44 Εξήλθε τότε ο πεθαμένος, έχοντας δεμένα τα πόδια του και τα χέρια του με επιδέσμους, και το πρόσωπό του ήταν περιδεμένο με μαντίλι. Τους λέει ο Ιησούς: «Λύστε τον και αφήστε τον να φύγει».
45 Πολλοί λοιπόν από τους Ιουδαίους που ήρθαν προς τη Μαρία και είδαν όσα έκανε πίστεψαν σ’ αυτόν. 46 Μερικοί όμως από αυτούς έφυγαν και πήγαν προς τους Φαρισαίους και τους είπαν αυτά που έκανε ο Ιησούς. 47 Συγκάλεσαν τότε οι αρχιερείς και οι Φαρισαίοι συνέδριο, και έλεγαν: «Τι κάνουμε, επειδή αυτός ο άνθρωπος κάνει πολλά θαυματουργικά σημεία; 48 Αν τον αφήσουμε έτσι, όλοι θα πιστέψουν σ’ αυτόν, και θα έρθουν οι Ρωμαίοι και θα μας πάρουν και τον τόπο και το έθνος μας». 49 Ένας τότε από αυτούς, ο Καϊάφας, που ήταν αρχιερέας του έτους εκείνου, τους είπε: «Εσείς δεν ξέρετε τίποτα, 50 ούτε συλλογίζεστε ότι σας συμφέρει να πεθάνει ένας άνθρωπος υπέρ του λαού και να μη χαθεί όλο το έθνος». 51 Αυτό, όμως, από τον εαυτό του δεν το είπε, αλλά, επειδή ήταν αρχιερέας του έτους εκείνου, προφήτεψε ότι έμελλε ο Ιησούς να πεθάνει υπέρ του έθνους, 52 και όχι υπέρ του ισραηλιτικού έθνους μόνο, αλλά και για να συνάξει τα τέκνα του Θεού τα διασκορπισμένα σε ένα. 53 Από εκείνη λοιπόν την ημέρα αποφάσισαν να τον σκοτώσουν. 54 Έτσι ο Ιησούς δεν περπατούσε πια δημόσια μεταξύ των Ιουδαίων, αλλά έφυγε από εκεί και πήγε στην περιοχή που είναι κοντά στην έρημο, σε μια πόλη που λέγεται Εφραίμ, κι εκεί έμεινε μαζί με τους μαθητές του. 55 Ήταν τότε κοντά το Πάσχα των Ιουδαίων, και ανέβηκαν πολλοί στα Ιεροσόλυμα από τη χώρα πριν από το Πάσχα, για να εξαγνίσουν τους εαυτούς τους. 56 Ζητούσαν, λοιπόν, τον Ιησού και έλεγαν μεταξύ τους μέσα στο ναό καθώς είχαν σταθεί: «Τι νομίζετε; Δε θα έρθει στην εορτή;» 57 Είχαν δώσει μάλιστα οι αρχιερείς και οι Φαρισαίοι εντολές, ώστε, αν κάποιος μάθει πού είναι, να στείλει μήνυμα, για να τον πιάσουν.
Κεφάλαιον 12
1 Ο Ιησούς, λοιπόν, έξι ημέρες πριν από το Πάσχα ήρθε στη Βηθανία όπου ήταν ο Λάζαρος, τον οποίο έγειρε από τους νεκρούς ο Ιησούς. 2 Έκαναν τότε σ’ αυτόν δείπνο εκεί και η Μάρθα διακονούσε, ενώ ο Λάζαρος ήταν ένας από εκείνους που ξάπλωναν, για να φάνε μαζί του. 3 Τότε η Μαρία, αφού έλαβε περίπου μισό κιλό υγρό πολύτιμο μύρο νάρδου, άλειψε τα πόδια του Ιησού και σκούπισε με τις τρίχες των μαλλιών της τα πόδια του. Έτσι η οικία γέμισε από την οσμή του μύρου. 4 Λέει όμως ο Ιούδας ο Ισκαριώτης, ένας από τους μαθητές του, αυτός που έμελλε να τον παραδώσει: 5 «Γιατί τούτο το μύρο δεν πουλήθηκε για τριακόσια δηνάρια και δε δόθηκε στους φτωχούς;» 6 Και είπε αυτό, όχι επειδή τον έμελε για τους φτωχούς, αλλά γιατί ήταν κλέφτης και, επειδή είχε το ταμείο, βάσταζε αυτά που έβαζαν μέσα. 7 Είπε τότε ο Ιησούς: «Άφησέ την, για να φροντίσει αυτό για την ημέρα του ενταφιασμού μου. 8 Γιατί τους φτωχούς πάντοτε τους έχετε μαζί σας, εμένα όμως δε με έχετε πάντοτε».
9 Πολύ πλήθος από τους Ιουδαίους έμαθε, λοιπόν, ότι είναι εκεί, και ήρθαν όχι μόνο για τον Ιησού, αλλά για να δουν και το Λάζαρο που τον έγειρε από τους νεκρούς. 10 Αποφάσισαν τότε οι αρχιερείς να σκοτώσουν και το Λάζαρο, 11 επειδή πολλοί από τους Ιουδαίους πήγαιναν γι’ αυτόν και πίστευαν στον Ιησού.
12 Την επόμενη ημέρα το πολύ πλήθος που ήρθε στην εορτή, όταν άκουσαν ότι ο Ιησούς έρχεται στα Ιεροσόλυμα, 13 έλαβαν τα βάγια των φοινίκων και εξήλθαν σε προϋπάντησή του και φώναζαν: «Ωσαννά! Ευλογημένος ο ερχόμενος στο όνομα του Κυρίου!» Και: «Ο βασιλιάς του Ισραήλ!» 14 Αφού βρήκε λοιπόν ο Ιησούς ένα γαϊδουράκι, κάθισε πάνω του καθώς είναι γραμμένο: 15 Μη φοβάσαι, θυγατέρα Σιών. Ιδού, ο βασιλιάς σου έρχεται καθισμένος πάνω σε πουλάρι όνου. 16 Αυτά δεν τα κατάλαβαν οι μαθητές του στην αρχή, αλλά όταν δοξάστηκε ο Ιησούς, τότε θυμήθηκαν ότι αυτά ήταν γραμμένα γι’ αυτόν και ότι αυτά του έκαναν. 17 Το πλήθος, λοιπόν, που ήταν μαζί του, όταν φώναξε το Λάζαρο έξω από το μνήμα και τον έγειρε από τους νεκρούς, έδινε μαρτυρία γι’ αυτό. 18 Γι’ αυτό και τον προϋπάντησε το πλήθος, επειδή άκουσαν πως είχε κάνει αυτό το θαυματουργικό σημείο. 19 Οι Φαρισαίοι, λοιπόν, είπαν μεταξύ τους: «Βλέπετε ότι δεν είστε ωφέλιμοι σε τίποτα· να, ο κόσμος έφυγε πίσω του».