Έλληνες Ιουδαίοι ζητούν να δουν τον Ιησού

20 Ήταν τότε μερικοί Έλληνες από εκείνους που ανέβαιναν για να προσκυνήσουν στην εορτή. 21 Αυτοί λοιπόν πλησίασαν το Φίλιππο, που ήταν από τη Βηθσαϊδά της Γαλιλαίας, και τον παρακαλούσαν λέγοντας: «Κύριε, θέλουμε να δούμε τον Ιησού». 22 Έρχεται ο Φίλιππος και το λέει στον Ανδρέα. Έρχονται ο Ανδρέας και ο Φίλιππος και το λένε στον Ιησού. 23 Τότε ο Ιησούς τούς αποκρίνεται λέγοντας: «Έχει έρθει η ώρα να δοξαστεί ο Υιός του ανθρώπου. 24 Αλήθεια, αλήθεια σας λέω, αν δεν πεθάνει ο κόκκος του σίτου όταν πέσει στη γη, αυτός μόνος μένει. Αν όμως πεθάνει, φέρει πολύ καρπό. 25 Εκείνος που αγαπά τη ζωή του τη χάνει· κι εκείνος που μισεί τη ζωή του στον κόσμο τούτο θα τη φυλάξει για ζωή αιώνια. 26 Αν κάποιος εμένα διακονεί, εμένα ας ακολουθεί, και όπου είμαι εγώ εκεί θα είναι και ο διάκονος ο δικός μου. Αν κάποιος εμένα διακονεί, θα τον τιμήσει ο Πατέρας».

Ο Υιός του ανθρώπου πρέπει να υψωθεί

27 «Τώρα η ψυχή μου είναι ταραγμένη, και τι να πω; “Πατέρα, σώσε με από την ώρα αυτή”; Αλλά γι’ αυτό ήρθα στην ώρα αυτή. 28 Πατέρα, δόξασε το όνομά σου!» Ήρθε τότε φωνή από τον ουρανό: «Και το δόξασα και πάλι θα το δοξάσω». 29 Το πλήθος, λοιπόν, που είχε σταθεί και άκουσε έλεγε ότι βροντή έχει γίνει. Άλλοι έλεγαν: «Άγγελος του έχει μιλήσει». 30 Αποκρίθηκε ο Ιησούς και είπε: «Δεν έχει γίνει για μένα η φωνή αυτή, αλλά για σας. 31 Τώρα γίνεται κρίση του κόσμου τούτου, τώρα ο άρχοντας του κόσμου τούτου θα πεταχτεί έξω. 32 Κι εγώ, όταν υψωθώ από τη γη, όλους θα ελκύσω προς τον εαυτό μου». 33 Αυτό λοιπόν το έλεγε, δίνοντας σημάδι με ποιο θάνατο έμελλε να πεθάνει. 34 Τότε του αποκρίθηκε το πλήθος: «Εμείς ακούσαμε από το νόμο ότι ο Χριστός μένει στον αιώνα. Τότε, πώς εσύ λες ότι πρέπει να υψωθεί ο Υιός του ανθρώπου; Ποιος είναι αυτός ο Υιός του ανθρώπου;» 35 Ο Ιησούς, λοιπόν, είπε σ’ αυτούς: «Ακόμη λίγο χρόνο το φως είναι μεταξύ σας. Περπατάτε όσο έχετε το φως, για να μη σας κυριέψει το σκοτάδι. Και όποιος περπατά στο σκοτάδι δεν ξέρει πού πηγαίνει. 36 Όσο έχετε το φως, πιστεύετε στο φως, για να γίνετε γιοι φωτός». Αυτά λάλησε ο Ιησούς και, αφού έφυγε, κρύφτηκε από αυτούς.

Η απιστία των Ιουδαίων

37 Ενώ τόσο πολλά θαυματουργικά σημεία είχε κάνει μπροστά τους, δεν πίστευαν σ’ αυτόν, 38 για να εκπληρωθεί ο λόγος που είπε ο Ησαΐας ο προφήτης: Κύριε, ποιος πίστεψε στο άκουσμα της αγγελίας μας; Και ο βραχίονας του Κυρίου σε ποιον αποκαλύφτηκε; 39 Γι’ αυτό δεν μπορούσαν να πιστεύουν, επειδή πάλι είπε ο Ησαΐας: 40 Έχει τυφλώσει τους οφθαλμούς τους και πώρωσε την καρδιά τους, για να μη δουν με τους οφθαλμούς και νοήσουν με την καρδιά και στραφούν, και τους γιατρέψω. 41 Αυτά είπε ο Ησαΐας, γιατί είδε τη δόξα του και μίλησε γι’ αυτόν. 42 Όμως παρόλ’ αυτά και από τους άρχοντες πολλοί πίστεψαν σ’ αυτόν, αλλά εξαιτίας των Φαρισαίων δεν το ομολογούσαν, για να μη γίνουν αποσυνάγωγοι. 43 Γιατί αγάπησαν περισσότερο τη δόξα των ανθρώπων παρά, βεβαίως, τη δόξα του Θεού.

Ο λόγος του Ιησού θα κρίνει τους ανθρώπους

44 Ο Ιησούς λοιπόν φώναξε και είπε: «Όποιος πιστεύει σ’ εμένα δεν πιστεύει σ’ εμένα, αλλά σ’ αυτόν που με έστειλε. 45 Και όποιος βλέπει εμένα βλέπει αυτόν που με έστειλε. 46 Εγώ έχω έρθει σαν φως στον κόσμο, για να μη μείνει στο σκοτάδι καθένας που πιστεύει σ’ εμένα. 47 Και αν κάποιος ακούσει τα λόγια μου και δεν τα φυλάξει, εγώ δεν τον κρίνω. Επειδή δεν ήρθα για να κρίνω τον κόσμο, αλλά για να σώσω τον κόσμο. 48 Εκείνος που με απορρίπτει και δε λαβαίνει τα λόγια μου, έχει αυτόν που τον κρίνει: ο λόγος που μίλησα, εκείνος θα τον κρίνει κατά την έσχατη ημέρα. 49 Γιατί εγώ από τον εαυτό μου δε μίλησα, αλλά ο Πατέρας που με έστειλε, αυτός μου έχει δώσει εντολή τι να πω και τι να μιλήσω. 50 Και ξέρω ότι η εντολή του είναι ζωή αιώνια. Αυτά λοιπόν που εγώ μιλώ, καθώς μου τα έχει πει ο Πατέρας, έτσι μιλώ».

Κεφάλαιον 13

Ο Ιησούς πλένει τα πόδια των μαθητών

1 Και πριν από την εορτή του Πάσχα, ξέροντας ο Ιησούς ότι ήρθε η ώρα του να φύγει από τον κόσμο τούτο και να πάει προς τον Πατέρα, αγάπησε τους δικούς του που ήταν στον κόσμο και ολοκληρωτικά τους αγάπησε. 2 Και ενώ γινόταν το δείπνο, όταν ο Διάβολος ήδη είχε βάλει στην καρδιά του Ιούδα, του γιου του Σίμωνα του Ισκαριώτη, να τον παραδώσει, 3 επειδή ήξερε ο Ιησούς ότι όλα του τα έδωσε ο Πατέρας στα χέρια του και ότι από το Θεό εξήλθε και προς το Θεό πηγαίνει, 4 σηκώνεται από το δείπνο και θέτει κάπου τα εξωτερικά του ρούχα και, αφού έλαβε μια πετσέτα, έζωσε γύρω τον εαυτό του. 5 Έπειτα βάζει νερό στο νιπτήρα και άρχισε να νίβει τα πόδια των μαθητών του και να τα σκουπίζει με την πετσέτα που ήταν γύρω ζωσμένος. 6 Έρχεται λοιπόν προς το Σίμωνα Πέτρο. Εκείνος του λέει: «Κύριε, εσύ μου νίβεις τα πόδια;» 7 Αποκρίθηκε ο Ιησούς και του είπε: «Αυτό που εγώ κάνω εσύ δεν το ξέρεις τώρα· θα το καταλάβεις όμως μετά από αυτά». 8 Του λέει ο Πέτρος: «Δε θα μου νίψεις τα πόδια στον αιώνα». Του αποκρίθηκε ο Ιησούς: «Αν δε σε νίψω, δεν έχεις μέρος μαζί μου». 9 Του λέει ο Σίμωνας Πέτρος: «Κύριε, τότε όχι τα πόδια μου μόνο, αλλά και τα χέρια και το κεφάλι». 10 Του λέει ο Ιησούς: «Ο λουσμένος δεν έχει ανάγκη παρά μόνο τα πόδια να νίψει, γιατί αλλιώς είναι καθαρός όλος. Και εσείς είστε καθαροί, αλλά όχι όλοι». 11 Επειδή ήξερε εκείνον που θα τον παράδινε, γι’ αυτό είπε: «Δεν είστε όλοι καθαροί». 12 Όταν λοιπόν ένιψε τα πόδια τους και έλαβε τα ρούχα του και κάθισε πάλι, για να φάει, τους είπε: «Καταλαβαίνετε τι σας έχω κάνει; 13 Εσείς με φωνάζετε, “ο Δάσκαλος” και “ο Κύριος”, και καλά λέτε, γιατί είμαι. 14 Αν λοιπόν εγώ σας ένιψα τα πόδια, ο Κύριος και ο Δάσκαλος, και εσείς οφείλετε να νίβετε τα πόδια ο ένας στον άλλο. 15 Γιατί σας έδωσα παράδειγμα, για να κάνετε και εσείς καθώς εγώ σας έκανα. 16 Αλήθεια, αλήθεια σας λέω, δεν υπάρχει δούλος μεγαλύτερος από τον Κύριό του ούτε απόστολος μεγαλύτερος από εκείνον που τον έστειλε. 17 Αν ξέρετε αυτά, είστε μακάριοι αν τα κάνετε. 18 Δε λέω για όλους σας· εγώ ξέρω ποιους εξέλεξα. Αλλά θα γίνει ό,τι γίνει, για να εκπληρωθεί η Γραφή: Αυτός που μου τρώει τον άρτο σήκωσε εναντίον μου τη φτέρνα του. 19 Από τώρα σας το λέω προτού να γίνει, για να πιστέψετε, όταν γίνει, ότι Εγώ Είμαι. 20 Αλήθεια, αλήθεια σας λέω, αν στείλω κάποιον, εκείνος που τον δέχεται δέχεται εμένα. Και εκείνος που δέχεται εμένα δέχεται αυτόν που με έστειλε».

Ο Ιησούς προλέγει ότι θα προδοθεί
(Μτ. 26:20-25, Μκ. 14:17-21, Λκ. 22:21-23)

21 Αφού είπε αυτά ο Ιησούς, ταράχτηκε στο πνεύμα του και μαρτύρησε και είπε: «Αλήθεια, αλήθεια σας λέω, ένας από εσάς θα με προδώσει». 22 Έβλεπαν ο ένας τον άλλο οι μαθητές και απορούσαν για ποιον το λέει. 23 Ήταν ξαπλωμένος για να φάει ένας από τους μαθητές του μέσα στην αγκαλιά του Ιησού, αυτός που τον αγαπούσε ο Ιησούς. 24 Γνέφει τότε σ’ αυτόν ο Σίμωνας Πέτρος, να ρωτήσει να μάθει ποιος μπορούσε να είναι αυτός για τον οποίο το λέει. 25 Έτσι, λοιπόν, έπεσε εκείνος πάνω στο στήθος του Ιησού και του λέει: «Κύριε, ποιος είναι;» 26 Αποκρίνεται ο Ιησούς: «Είναι εκείνος για τον οποίο εγώ θα βουτήξω το ψωμί στο φαγητό και θα του το δώσω». Αφού βούτηξε λοιπόν το ψωμί, το λαβαίνει και το δίνει στον Ιούδα, το γιο του Σίμωνα του Ισκαριώτη. 27 Και μετά το ψωμί, τότε εισήλθε σ’ εκείνον ο Σατανάς. Του λέει λοιπόν ο Ιησούς: «Αυτό που θέλεις να κάνεις, κάνε το πιο γρήγορα». 28 Αυτό, όμως, κανείς δεν το κατάλαβε από εκείνους που κάθονταν για να φάνε, γιατί του το είπε. 29 Μερικοί μάλιστα νόμιζαν, επειδή το ταμείο είχε ο Ιούδας, ότι του είπε ο Ιησούς: “Αγόρασε όσα έχουμε ανάγκη στην εορτή” ή στους φτωχούς να δώσει κάτι. 30 Όταν έλαβε λοιπόν το ψωμί, εκείνος εξήλθε ευθύς· και ήταν νύχτα.