35 Άκουσε ο Ιησούς ότι τον πέταξαν έξω και, αφού τον βρήκε, του είπε: «Εσύ πιστεύεις στον Υιό του ανθρώπου;» 36 Εκείνος αποκρίθηκε και είπε: «Και ποιος είναι, Κύριε, για να πιστέψω σ’ αυτόν;» 37 Του είπε ο Ιησούς: «Και τον έχεις δει, και αυτός που μιλάει μαζί σου, εκείνος είναι». 38 Αυτός είπε: «Πιστεύω, Κύριε». Και τον προσκύνησε. 39 Τότε είπε ο Ιησούς: «Για καταδίκη εγώ ήρθα στον κόσμο τούτο, για να βλέπουν όσοι δε βλέπουν και να γίνουν τυφλοί όσοι βλέπουν». 40 Άκουσαν μερικοί από τους Φαρισαίους αυτά, όσοι ήταν μαζί του, και του είπαν: «Μήπως κι εμείς είμαστε τυφλοί;» 41 Ο Ιησούς τούς απάντησε: «Αν ήσασταν τυφλοί, δε θα είχατε αμαρτία. Τώρα όμως λέτε: “Βλέπουμε”. Η αμαρτία σας μένει».
Κεφάλαιον 10
1 «Αλήθεια, αλήθεια σας λέω, όποιος δεν εισέρχεται από τη θύρα στην αυλή των προβάτων, αλλά ανεβαίνει από αλλού, εκείνος είναι κλέφτης και ληστής. 2 Όποιος όμως εισέρχεται από τη θύρα είναι ποιμένας των προβάτων. 3 Σε αυτόν ο θυρωρός ανοίγει και τα πρόβατα ακούνε τη φωνή του, και τα δικά του πρόβατα τα φωνάζει με το όνομά τους και τα βγάζει έξω. 4 Όταν όλα τα δικά του πρόβατα τα βγάλει έξω, πορεύεται μπροστά τους, και τα πρόβατα τον ακολουθούν, γιατί ξέρουν τη φωνή του. 5 Έναν ξένο όμως δε θα ακολουθήσουν, αλλά θα φύγουν από αυτόν, γιατί δεν ξέρουν τη φωνή των ξένων». 6 Αυτήν την παραβολή τους είπε ο Ιησούς. Εκείνοι όμως δεν κατάλαβαν για ποιον ήταν αυτά που τους μιλούσε.
7 Είπε λοιπόν πάλι ο Ιησούς: «Αλήθεια, αλήθεια σας λέω, εγώ είμαι η θύρα των προβάτων. 8 Όλοι όσοι ήρθαν πριν από εμένα είναι κλέφτες και ληστές. Αλλά δεν τους άκουσαν τα πρόβατα. 9 Εγώ είμαι η θύρα. Από εμένα αν εισέλθει κανείς θα σωθεί, και θα εισέρχεται και θα εξέρχεται και θα βρίσκει βοσκή. 10 Ο κλέφτης δεν έρχεται παρά για να κλέψει και να σφάξει και να σκοτώσει. Εγώ ήρθα για να έχουν ζωή, και μάλιστα περίσσια να την έχουν».
11 «Εγώ είμαι ο ποιμένας ο καλός. Ο ποιμένας ο καλός τη ζωή του θυσιάζει για χάρη των προβάτων. 12 Ο μισθωτός και που δεν είναι ποιμένας, του οποίου τα πρόβατα δεν είναι δικά του, βλέπει το λύκο να έρχεται και αφήνει τα πρόβατα και φεύγει – και ο λύκος τα αρπάζει και τα σκορπίζει – 13 γιατί είναι μισθωτός και δεν τον μέλει για τα πρόβατα. 14 Εγώ είμαι ο ποιμένας ο καλός, και γνωρίζω τα δικά μου και με γνωρίζουν τα δικά μου, 15 καθώς με γνωρίζει ο Πατέρας κι εγώ γνωρίζω τον Πατέρα. Και τη ζωή μου θυσιάζω για χάρη των προβάτων. 16 Και άλλα πρόβατα έχω που δεν είναι από την αυλή αυτή. Κι εκείνα πρέπει να φέρω, και τη φωνή μου θα ακούσουν, και θα γίνουν ένα ποίμνιο, ένας ποιμένας. 17 Γι’ αυτό ο Πατέρας με αγαπά, επειδή εγώ θυσιάζω τη ζωή μου, για να τη λάβω πάλι. 18 Κανείς δεν την αφαιρεί από εμένα, αλλά εγώ τη θυσιάζω από τον εαυτό μου. Εξουσία έχω να τη θυσιάσω και εξουσία έχω πάλι να τη λάβω. Αυτήν την εντολή έλαβα από τον Πατέρα μου». 19 Σχίσμα πάλι έγινε μεταξύ των Ιουδαίων για τα λόγια αυτά. 20 Έλεγαν τότε πολλοί από αυτούς: «Δαιμόνιο έχει και είναι τρελός· τι τον ακούτε;» 21 Άλλοι έλεγαν: «Αυτά τα λόγια δεν είναι δαιμονισμένου. Μήπως ένα δαιμόνιο δύναται να ανοίξει οφθαλμούς τυφλών;»
22 Έγινε τότε η εορτή των Εγκαινίων στα Ιεροσόλυμα. Ήταν χειμώνας 23 και περπατούσε ο Ιησούς στο ναό, στη στοά του Σολομώντα. 24 Τον περικύκλωσαν τότε οι Ιουδαίοι και του έλεγαν: «Ως πότε την ψυχή μας θα τη σηκώνεις μετέωρη; Αν εσύ είσαι ο Χριστός, πες το μας με παρρησία». 25 Τους αποκρίθηκε ο Ιησούς: «Το είπα σ’ εσάς και δεν πιστεύετε. Τα έργα που εγώ κάνω στο όνομα του Πατέρα μου, αυτά μαρτυρούν για μένα. 26 Αλλά εσείς δεν πιστεύετε, γιατί δεν είστε από τα πρόβατα τα δικά μου. 27 Τα πρόβατα τα δικά μου ακούνε τη φωνή μου, κι εγώ τα γνωρίζω και με ακολουθούν. 28 Κι εγώ τους δίνω ζωή αιώνια και δε θα χαθούν στον αιώνα και δε θα τα αρπάξει κανείς από το χέρι μου. 29 Ο Πατέρας μου, που μου τα έχει δώσει, είναι μεγαλύτερος από όλους, και κανείς δε δύναται να τα αρπάζει από το χέρι του Πατέρα. 30 Εγώ και ο Πατέρας είμαστε ένα». 31 Βάσταξαν πάλι λίθους οι Ιουδαίοι, για να τον λιθοβολήσουν. 32 Τους αποκρίθηκε ο Ιησούς: «Πολλά έργα καλά σας έδειξα από τον Πατέρα. Για ποιο έργο από αυτά με λιθοβολείτε;» 33 Του αποκρίθηκαν οι Ιουδαίοι: «Για καλό έργο δε σε λιθοβολούμε, αλλά για βλαστήμια, και γιατί εσύ, ενώ είσαι άνθρωπος, κάνεις τον εαυτό σου Θεό». 34 Τους αποκρίθηκε ο Ιησούς: «Δεν είναι γραμμένο στο νόμο σας: Εγώ είπα, είστε θεοί; 35 Αν εκείνους είπε θεούς προς τους οποίους ήρθε ο λόγος του Θεού – και δε δύναται να καταλυθεί η Γραφή – 36 σ’ αυτόν που ο Πατέρας αγίασε και απέστειλε στον κόσμο, εσείς του λέτε, “βλαστημάς”, επειδή είπα: “Είμαι Υιός του Θεού”; 37 Αν δεν κάνω τα έργα του Πατέρα μου, μη με πιστεύετε. 38 Αν όμως τα κάνω, κι αν σ’ εμένα δεν πιστεύετε, εξαιτίας των έργων να πιστεύετε, για να γνωρίσετε και να γνωρίζετε συνεχώς ότι μέσα μου είναι ο Πατέρας κι εγώ μέσα στον Πατέρα». 39 Ζητούσαν λοιπόν πάλι να τον πιάσουν· αλλά ξέφυγε από τα χέρια τους. 40 Και πήγε πάλι πέρα από τον Ιορδάνη, στον τόπο όπου ήταν ο Ιωάννης πρώτα και βάφτιζε, και έμεινε εκεί. 41 Τότε πολλοί ήρθαν προς αυτόν και έλεγαν: «Αφενός ο Ιωάννης δεν έκανε κανένα θαυματουργικό σημείο, αφετέρου όλα όσα είπε ο Ιωάννης γι’ αυτόν ήταν αληθινά». 42 Και πολλοί πίστεψαν σ’ αυτόν εκεί.
Κεφάλαιον 11
1 Ήταν τότε κάποιος που ασθενούσε, ο Λάζαρος από τη Βηθανία, από το χωριό της Μαρίας και της Μάρθας της αδελφής της. 2 Και ήταν η Μαρία εκείνη που άλειψε τον Κύριο με μύρο και σκούπισε τα πόδια του με τις τρίχες των μαλλιών της, της οποίας ο αδελφός της ο Λάζαρος ασθενούσε. 3 Απέστειλαν ανθρώπους, λοιπόν, οι αδελφές προς αυτόν και έλεγαν: «Κύριε, δες, αυτός που αγαπάς ασθενεί». 4 Όταν το άκουσε τότε ο Ιησούς, είπε: «Αυτή η ασθένεια δεν είναι για θάνατο, αλλά για τη δόξα του Θεού, για να δοξασθεί ο Υιός του Θεού μέσω αυτής». 5 Μάλιστα ο Ιησούς αγαπούσε τη Μάρθα και την αδελφή της και το Λάζαρο. 6 Μόλις λοιπόν άκουσε ότι ασθενεί, τότε έμεινε στον τόπο όπου ήταν δύο ημέρες. 7 Έπειτα, μετά από αυτό, λέει στους μαθητές: «Ας πηγαίνουμε στην Ιουδαία πάλι». 8 Του λένε οι μαθητές: «Ραβί, τώρα ζητούσαν να σε λιθοβολήσουν οι Ιουδαίοι, και πάλι πηγαίνεις εκεί;» 9 Αποκρίθηκε ο Ιησούς: «Δεν είναι δώδεκα οι ώρες της ημέρας; Αν κάποιος περπατά την ημέρα, δε σκοντάφτει, γιατί το φως του κόσμου τούτου βλέπει. 10 Αν όμως κάποιος περπατά τη νύχτα, σκοντάφτει, γιατί το φως δεν είναι με αυτόν». 11 Αυτά είπε, και μετά από αυτό τους λέει: «Ο Λάζαρος ο φίλος μας έχει κοιμηθεί, αλλά πορεύομαι για να τον ξυπνήσω». 12 Του είπαν λοιπόν οι μαθητές: «Κύριε, αν έχει κοιμηθεί, θα σωθεί». 13 Ο Ιησούς όμως είχε μιλήσει για το θάνατό του. Ενώ εκείνοι νόμισαν ότι μιλάει για την κοίμηση του ύπνου. 14 Τότε λοιπόν τους είπε ο Ιησούς καθαρά: «Ο Λάζαρος πέθανε, 15 και χαίρομαι για σας, για να πιστέψετε, επειδή δεν ήμουν εκεί. Αλλά ας πηγαίνουμε προς αυτόν». 16 Είπε τότε ο Θωμάς, ο λεγόμενος Δίδυμος, στους συμμαθητές του: «Ας πηγαίνουμε κι εμείς να πεθάνουμε μαζί του».