14 Και όταν έγινε η κατάλληλη ώρα, ξάπλωσε, για να φάει και οι απόστολοι μαζί του. 15 Και είπε προς αυτούς: «Επιθύμησα πολύ αυτό το Πάσχα να φάω μαζί σας προτού να υποφέρω. 16 Γιατί σας λέω ότι δε θα φάω αυτό, ωσότου ολοκληρωθεί μέσα στη βασιλεία του Θεού». 17 Και αφού δέχτηκε ένα ποτήρι, ευχαρίστησε το Θεό και είπε: «Λάβετε τούτο και διαμερίστε το μεταξύ σας. 18 Γιατί σας λέω ότι δε θα πιω από τώρα από το γέννημα της αμπέλου, ωσότου έρθει η βασιλεία του Θεού». 19 Και αφού έλαβε άρτο, ευχαρίστησε το Θεό, τον έκοψε με τα χέρια και τους τον έδωσε λέγοντας: «Τούτο είναι το σώμα μου που δίνεται για χάρη σας· αυτό να κάνετε στη δική μου ανάμνηση». 20 Και το ποτήρι ομοίως έδωσε μετά το δείπνο, λέγοντας: «Τούτο το ποτήρι, η καινή διαθήκη με το αίμα μου, που για χάρη σας χύνεται. 21 Όμως, ιδού, το χέρι εκείνου που με προδίδει είναι μαζί μου πάνω στο τραπέζι. 22 Γιατί, βέβαια, ο Υιός του ανθρώπου πορεύεται σύμφωνα με το ορισμένο, όμως αλίμονο στον άνθρωπο εκείνο μέσω του οποίου προδίδεται». 23 Και αυτοί άρχισαν να συζητούν μεταξύ τους, για το ποιος άραγε είναι από αυτούς που μέλλει να πράττει αυτό.
24 Έγινε τότε και φιλονικία μεταξύ τους, για το ποιος από αυτούς φαίνεται ότι είναι μεγαλύτερος. 25 Εκείνος τους είπε: «Οι βασιλιάδες των εθνών κυριαρχούν σ’ αυτά και όσοι τα εξουσιάζουν καλούνται ευεργέτες. 26 Εσείς όμως, όχι έτσι, αλλά ο μεγαλύτερος μεταξύ σας ας γίνει όπως ο νεότερος και εκείνος που ηγείται όπως αυτός που διακονεί. 27 Γιατί ποιος είναι μεγαλύτερος, αυτός που ξαπλώνει, για να φάει, ή αυτός που διακονεί; Δεν είναι αυτός που ξαπλώνει; Εγώ όμως στο μέσο σας είμαι όπως αυτός που διακονεί. 28 Εσείς, λοιπόν, είστε εκείνοι που έχουν διαμείνει μαζί μου μέσα στους πειρασμούς μου. 29 Κι εγώ σας διαθέτω βασιλεία καθώς μου διέθεσε ο Πατέρας μου, 30 για να τρώτε και να πίνετε πάνω στο τραπέζι μου κατά τη βασιλεία μου, και θα καθίσετε πάνω σε θρόνους, κρίνοντας τις δώδεκα φυλές του Ισραήλ».
31 «Σίμωνα, Σίμωνα, ιδού, ο Σατανάς απαίτησε για τον εαυτό του εσάς, για να σας κοσκινίσει όπως το σιτάρι. 32 Εγώ όμως δεήθηκα για σένα, για να μην εκλείψει η πίστη σου. Κι εσύ, όταν κάποτε επιστρέψεις, στήριξε τους αδελφούς σου». 33 Εκείνος του είπε: «Κύριε, είμαι έτοιμος να πάω μαζί σου και σε φυλακή και σε θάνατο». 34 Αυτός του είπε: «Σου λέω, Πέτρο, δε θα λαλήσει σήμερα πετεινός, ωσότου τρεις φορές με απαρνηθείς, λέγοντας ότι δε με ξέρεις».
35 Και είπε σ’ αυτούς: «Όταν σας απέστειλα χωρίς πορτοφόλι και σακίδιο και υποδήματα, μήπως κάτι στερηθήκατε;» Εκείνοι είπαν: «Κανένα». 36 Τους είπε τότε: «Αλλά τώρα όποιος έχει πορτοφόλι ας το πάρει, όμοια και σακίδιο, και όποιος δεν έχει ας πουλήσει το πανωφόρι του και ας αγοράσει μάχαιρα. 37 Γιατί σας λέω ότι αυτό το γραμμένο πρέπει να τελεστεί σ’ εμένα, το: Και μαζί με άνομους λογαριάστηκε. Και πράγματι, ό,τι αφορά εμένα έχει τέλος». 38 Εκείνοι είπαν: «Κύριε, ιδού δύο μάχαιρες εδώ». Αυτός τους είπε: «Αρκετό είναι».
39 Και αφού εξήλθε, πορεύτηκε κατά τη συνήθειά του στο Όρος των Ελαιών, και τον ακολούθησαν και οι μαθητές. 40 Όταν ήρθε λοιπόν στον τόπο εκείνο, τους είπε: «Προσεύχεστε, για να μην εισέλθετε σε πειρασμό». 41 Και αυτός απομακρύνθηκε από αυτούς σε απόσταση περίπου μιας βολής λίθου και, αφού έπεσε στα γόνατα, προσευχόταν, 42 λέγοντας: «Πατέρα, αν θέλεις, απομάκρυνε αυτό το ποτήρι από εμένα· όμως όχι το θέλημά μου, αλλά το δικό σου να γίνει». 43 Φανερώθηκε τότε σ’ αυτόν άγγελος από τον ουρανό που τον ενίσχυε. 44 Και επειδή έπεσε σε αγωνία, εντονότερα προσευχόταν. Και έγινε ο ιδρώτας του σαν θρόμβοι αίματος που κατέβαιναν στη γη. 45 Και όταν σηκώθηκε από την προσευχή, ήρθε προς τους μαθητές και τους βρήκε να κοιμούνται από τη λύπη, 46 και τους είπε: «Τι κοιμάστε; Σηκωθείτε και προσεύχεστε, για να μην εισέλθετε σε πειρασμό».
47 Ενώ αυτός ακόμη μιλούσε, ιδού όχλος, και ο λεγόμενος Ιούδας, ένας από τους δώδεκα, ερχόταν μπροστά από αυτούς και πλησίασε τον Ιησού, για να τον φιλήσει. 48 Ο Ιησούς τότε του είπε: «Ιούδα, με φίλημα παραδίνεις τον Υιό του ανθρώπου;» 49 Όταν είδαν τότε εκείνοι που ήταν γύρω του αυτό που συνέβηκε, είπαν: «Κύριε, να χτυπήσουμε με μάχαιρα;» 50 Και χτύπησε ένας, κάποιος από αυτούς, το δούλο του αρχιερέα και αφαίρεσε το αυτί του το δεξί. 51 Αποκρίθηκε τότε ο Ιησούς και είπε: «Αφήστε τα πράγματα ως αυτό το σημείο» – και αφού άγγιξε το αυτί, τον γιάτρεψε. 52 Είπε λοιπόν ο Ιησούς προς τους αρχιερείς και στρατηγούς του ναού και πρεσβυτέρους, που ήρθαν εναντίον του: «Σαν ενάντια σε ληστή εξήλθατε με μάχαιρες και ξύλα; 53 Κάθε ημέρα, ενώ ήμουν μαζί σας μέσα στο ναό, δεν εκτείνατε τα χέρια πάνω μου. Αλλά αυτή η ώρα είναι δική σας και η εξουσία του σκότους».
54 Αφού λοιπόν τον συνέλαβαν, τον οδήγησαν και τον εισήγαγαν στην οικία του αρχιερέα. Και ο Πέτρος ακολουθούσε από μακριά. 55 Αφού άναψαν τότε φωτιά στο μέσο της αυλής και κάθισαν μαζί, ο Πέτρος καθόταν στο μέσο τους. 56 Όταν τον είδε τότε κάποια μικρή δούλη να κάθεται κοντά προς το φως της φωτιάς και τον ατένισε, είπε: «Και αυτός ήταν μαζί του». 57 Εκείνος το αρνήθηκε, λέγοντας: «Δεν τον ξέρω, γυναίκα». 58 Και μετά από λίγο, άλλος, όταν τον είδε, είπε: «Και εσύ είσαι από αυτούς». Αλλά ο Πέτρος είπε: «Άνθρωπε, δεν είμαι». 59 Και όταν πέρασε περίπου μια ώρα, κάποιος άλλος ισχυριζόταν έντονα, λέγοντας: «Στ’ αλήθεια, και αυτός ήταν μαζί του, γιατί είναι και Γαλιλαίος». 60 Είπε τότε ο Πέτρος: «Άνθρωπε, δεν ξέρω τι λες». Και αμέσως, ενώ ακόμη αυτός μιλούσε, λάλησε ένας πετεινός. 61 Και αφού στράφηκε ο Κύριος, κοίταξε μέσα στα μάτια τον Πέτρο, και θυμήθηκε ο Πέτρος το λόγο του Κυρίου, καθώς του είπε: «Πριν ο πετεινός λαλήσει σήμερα, θα με απαρνηθείς τρεις φορές». 62 Και αφού βγήκε έξω, έκλαψε πικρά.
63 Και οι άντρες που τον κρατούσαν σφιχτά τον ενέπαιζαν δέρνοντάς τον 64 και, αφού του περικάλυψαν το πρόσωπο, τον επερωτούσαν, λέγοντας: «Προφήτεψε, ποιος είναι αυτός που σε χτύπησε;» 65 Και άλλα πολλά, βλαστημώντας, έλεγαν σ’ αυτόν.
66 Και μόλις ξημέρωσε, συνάχτηκε το πρεσβυτέριο του λαού, αρχιερείς και γραμματείς, και τον οδήγησαν στο συνέδριό τους, 67 λέγοντας: «Αν εσύ είσαι ο Χριστός, πες το μας». Είπε τότε σ’ αυτούς: «Αν σας το πω, δε θα πιστέψετε· 68 κι αν σας ρωτήσω, δε θα αποκριθείτε. 69 Από τώρα όμως ο Υιός του ανθρώπου θα κάθεται συνεχώς από τα δεξιά της δύναμης του Θεού». 70 Είπαν τότε όλοι: «Εσύ λοιπόν είσαι ο Υιός του Θεού;» Εκείνος είπε προς αυτούς: «Κι εσείς το λέτε ότι εγώ είμαι». 71 Εκείνοι είπαν: «Τι ανάγκη μαρτυρίας έχουμε ακόμα; Γιατί εμείς οι ίδιοι το ακούσαμε από το στόμα του».